Αριθμός 85/2004

Αριθμός 85/2004

Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου

ΣΤ` Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεόδωρο Λαφαζάνο, Αντιπρόεδρο, Θεόδωρο Μπάκα - Εισηγητή, Αχιλλέα Ζήση, Χρήστο Μπαβέα και Δημήτριο Γυφτάκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Δεκεμβρίου 2003, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Πέτρου Βέρροιου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης .......................... , κατοίκου ..... , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φώτη Χατζηφώτη, για αναίρεση της υπ` αριθμ. 1646/2002 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με πολιτικώς ενάγουσα την ............... ....... , κάτοικο ............. , η οποία δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Ιουνίου 2002 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1412/2002.

Αφού άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως, όταν σε αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης που την εξέδωσε δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που λεπτομερώς κατ` είδος αναφέρει απεδείχθησαν τα ακόλουθα περιστατικά: Στην θέση «...........» της αγροτικής περιοχής ............ Θεσσαλονίκης ευρίσκεται το εργοστάσιο παραγωγής Χημικών προϊόντων «......» της εταιρίας «..................................». Το εργοστάσιο αυτό στεγάζεται σε ακίνητο ιδιοκτησίας του ............. , ένα δε μέρος του κτιριακού συγκροτήματος είχε εκμισθωθεί στην ............ , η οποία διατηρούσε σε αυτό βιοτεχνία κατασκευής υποδημάτων. Οι δύο επιχειρήσεις διεχωρίζοντο μεταξύ τους από μεσοτοιχία με τούβλα. Ο τοίχος αυτός ήταν σοβαντισμένος πλην τμήματος αυτού πλάτους 50 εκ. περίπου από την οροφή. Στην μεσοτοιχία και από την πλευρά του εργοστασίου χημικών ήταν τοποθετημένο βαρέλι με διαλυτικό (υψηλής περιεκτικότητας σε εύφλεκτο Τολουόλιο). Στις 20-6-1996 και περί ώραν 11.05 η αναιρεσείουσα μετάγγιζε από το ως άνω βαρέλι, μέσω μιας βάνας, διαλυτικό με πεντόλιτρο μεταλλικό δοχείο, το οποίο κρατούσε στα χέρια της. Κατά την μετάγγιση όμως αυτή, λόγω απροσεξίας της αναιρεσείουσας, ποσότητα του διαλυτικού έπεσε στα πόδια της και στο έδαφος.

Με την πτώση όμως του διαλυτικού που περιείχε, όπως προαναφέρθηκε, τολουόλιο, δημιουργήθηκαν στατικά ετερώνυμα ηλεκτρικά φορτία τα οποία προκειμένου να εξουδετερωθούν δημιούργησαν ηλεκτρικό σπινθήρα, ο οποίος και προκάλεσε την ανάφλεξη των ατμών του τολουολίου που είχαν παραχθεί λόγω της διαρροής του στο έδαφος. Τα στατικά αυτά ηλεκτρικά φορτία δεν μπορούσαν να διαρρεύσουν στο έδαφος και να διασκορπισθούν αφού η αναιρεσείουσα κρατούσε στα χέρια της το μεταλλικό δοχείο το οποίο ως εκ τούτου δεν ήτο γειωμένο. Επομένως η πυρκαϊά προκλήθηκε από αμέλεια της αναιρεσείουσας στο εργοστάσιο παρασκευής χημικών προϊόντων και δεδομένου ότι αυτό ήταν γεμάτο εύφλεκτα υλικά αστραπιαία μεταδόθηκε σε ολόκληρο τον χώρο του και επεκτάθηκε και στην βιοτεχνία υποδημάτων της .............. , την οποία κατέστρεψε ολοσχερώς. Επίσης καταστράφηκε και το αυτοκίνητο της εγκαλούσας, μάρκας GOLF, που ήταν παρκαρισμένο στην είσοδο της βιοτεχνίας. Έτσι το ύψος της ζημίας της τελευταίας ανήλθε στα 80.000.000 δρχ., περίπου. Περαιτέρω, περίπτωση να προκλήθηκε η πυρκαϊά από βραχυκύκλωμα δεν προέκυψε, ούτε δε προέκυψε ότι η πυρκαϊά εκδηλώθηκε στην βιοτεχνία της ................. . Άλλωστε στην μεσοτοιχία από την πλευρά της βιοτεχνίας δεν υπήρχαν καλώδια ή πίνακες, τα δε μηχανήματά της απείχαν από την μεσοτοιχία τουλάχιστον 1 μέτρο. Ούτε, τέλος, προέκυψεν ότι στην βιοτεχνία της αμέσως ανωτέρω εγίνοντο ηλεκτροσυγκολλήσεις που εδημιούργησαν τον σπινθήρα και την ανέφλεξη. Την κρίση του αυτή στηρίζει το δικαστήριο στις καταθέσεις των μαρτύρων κυρίως όμως στην από 21-6-1996 έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Εν όψει των ανωτέρω, πλήρως αποδεικνύεται ότι υπαιτία της προκληθείσης πυρκαϊάς είναι η αναιρεσείουσα, η οποία δεν κατέβαλε την επιμέλεια που έπρεπε κατά την μετάγγιση του ως άνω χημικού υγρού, με αποτέλεσμα να πέσει αυτό στο έδαφος, να δημιουργηθεί σπινθήρας και ανάφλεξη των υλικών. Βάσει δε των παραδοχών αυτών το δικαστήριο της ουσίας κατεδίκασε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, την αναιρεσείουσα σε φυλάκιση πέντε (5) μηνών για εμπρησμό από αμέλεια.

Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, όπως γι` αυτήν τελικώς κατεδικάσθη η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφήρμοσε. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ΚΠΔ πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠΔ, συνάγεται με σαφήνεια ότι σε περίπτωση που το δικαστήριο λάβει υπόψη του έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, παραβιάζεται η άσκηση του απορρέοντος από την αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 358 δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις και να παρέχει εξηγήσεις επί του αποδεικτικού αυτού μέσου και επέρχεται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ` του ίδιου Κώδικα, ιδρύουσαν λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α` τούτου. Το περιεχόμενο του εγγράφου που φέρεται ότι αναγνώσθηκε, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκ των οποίων προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία για το έγγραφο που αναγνώσθηκε και τα οποία όμως δεν συμπίπτουν πάντα με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του.

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι στο ακροατήριο του δικαστηρίου ανεγνώσθησαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως και ελήφθησαν από αυτό υπόψη, μεταξύ άλλων εγγράφων και «1) έκθεση πραγματογνωμοσύνης, 2) έκθεση απλής αυτοψίας…. 7) έκθεση πραγματογνωμοσύνης….. 9) φωτογραφίες, 10) έκθεση πραγματογνωμοσύνης 48175/96…». Τα αναφερόμενα όμως στοιχεία με τα οποία προσδιορίζεται η ταυτότητα των ως άνω εγγράφων, που φέρονται στα πρακτικά ως αναγνωσθέντα, είναι επαρκή ώστε να μη καταλείπεται καμμία αμφιβολία για την ταυτότητά τους, παρά την ελλιπή αναφορά του τίτλου τους, την έλλειψη δηλαδή της χρονολογίας και του συντάκτη αυτών, λαμβανομένου υπόψη ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου είναι, όπως αναφέρθηκε, αναγκαίος μόνο για την δημιουργία βεβαιότητας, ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στην συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενο του συγκεκριμένου εγγράφου, η οποία είναι ανεξάρτητη από την πληρότητα ή μη του τίτλου του, με τον οποίο σημειώνεται στα πρακτικά. Κατά συνέπεια ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α` του ΚΠΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, ότι δηλαδή επήλθε απόλυτη ακυρότητα εκ του ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα προαναφερόμενα έγγραφα, των οποίων δεν προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά τους, είναι αβάσιμος.

Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 12 Ιουνίου 2002 αίτηση της ............... για αναίρεση της 1646/2002 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, και

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα σε διακόσια δέκα (210) Ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Ιανουαρίου 2004. Και,

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 13 Ιανουαρίου 2004.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ