Αριθμός 76/2016

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2` Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα και Δήμητρα Κοκοτίνη, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 27 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Α. Γ. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Κωνσταντίνου, που κατάθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "................", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Γαλάνη, που κατάθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/7/2015 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο .... Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 392/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 40/2013 του Μονομελούς Εφετείου ....

Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 30/4/2014 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Δήμητρα Κοκοτίνη ανέγνωσε την από 16/10/2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Επειδή, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι `` οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας``. Με τη νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αλλά και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1εδ. γ` του Συντάγματος η θεσπιζόμενη από αυτή προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και ``στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει`` και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμόδιων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Συγκεκριμένα πρέπει τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για το διάδικο σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ` αυτή, απευθύνεται και στο δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτή ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κλπ). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσής της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας που, όπως αναφέρθηκε, απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλαδή το ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση, δηλαδή, του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Ενόψει αυτών, αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ελέγχονται ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ (Ολ ΑΠ 9/2015). Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης αυτής είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτό αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του ``ευλόγου`` εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι ιδίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις), αλλά κατ` εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης, αποφασίζεται (κατ` αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα τη κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στην συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον παθόντα), τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του ``ευλόγου`` και συνακόλουθα το ``εύλογο`` εμπεριέχεται αναγκαίως στο ``ανάλογο``. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μία ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ.1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (Ολ ΑΠ 9/2015).

2. Στην κρινόμενη υπόθεση το Εφετείο ...., μετά από εκτίμηση των επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε ανελέγκτως, μεταξύ άλλων, και τα εξής: `Οτι ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων προσλήφθηκε στις 21-8-1996 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας από την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη εταιρεία, η οποία διατηρεί υποκατάστημα πώλησης τροφίμων (σούπερ μάρκετ) στη ..., προκειμένου να εργασθεί ως εργάτης αποθήκης. Ότι από το Μάϊο του έτους 1998 άρχισε να απασχολείται στην ίδια επιχείρηση με την ειδικότητα του αποθηκάριου και το αντικείμενο της εργασίας του αυτής ήταν η παραλαβή και η μεταφορά των εμπορευμάτων από τα φορτηγά προς την αποθήκη, η τακτοποίηση αυτών στο χώρο της αποθήκης και η τροφοδοσία των τμημάτων της αίθουσας πώλησης με εμπορεύματα, ενώ παράλληλα ήταν υπεύθυνος για το άνοιγμα και το κλείσιμο της αποθήκης. Ότι στις 16-9-2009 και περί ώρα 12.30 μετέφερε με το καρότσι μεταφοράς κιβώτια με μπύρες, με σκοπό να αντικαταστήσει τις παλιότερες με εκείνες που είχαν πιο πρόσφατη ημερομηνία λήξης. Κατά την εκτέλεση της εργασίας αυτής και ενώ μετέφερε χειρωνακτικά ένα κιβώτιο με μπύρες, το οποίο είχε σηκώσει από μία στοίβα κιβωτίων που ήταν τοποθετημένη στο χώρο της αποθήκης, με σκοπό να το εναποθέσει στο καρότσι μεταφοράς, ένα μπουκάλι μπύρας από το κάτω κιβώτιο, που είχε σφηνωθεί προσωρινά στο εξωτερικό τμήμα του πυθμένα του κιβωτίου, κατά την κίνηση του κιβωτίου προς το καρότσι μεταφοράς, έπεσε στο πάτωμα της αποθήκης και έσπασε, με αποτέλεσμα κομμάτια των θραυσμάτων να τραυματίσουν τον ενάγοντα στον αριστερό οφθαλμό. Ότι, ακολούθως, ο τελευταίος μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο ..., όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί διατιτραίνον τραύμα αριστερού οφθαλμού και την ίδια ημέρα υποβλήθηκε σε χειρουργική αφαίρεση του διατρηθέντος κρυσταλλοειδούς φακού και συρραφή του τραύματος του κερατοειδούς υπό γενική αναισθησία. Οτι μέχρι την έξοδό του από το νοσοκομείο, στις 9-10-2009, εισήχθη άλλες τρεις φορές στο χειρουργείο για ένθεση ακρυλικής κόλλας και συμπληρωματικών ραμμάτων κερατοειδούς και συγκεκριμένα στις 29-9- 2009, 2-10-2009 και 6-10-2009. Οτι στις 29-10-2009 εισήχθη εκ νέου στην οφθαλμολογική κλινική του ως άνω νοσοκομείου λόγω διαρροής του τραύματος, όπου τοποθετήθηκαν και πάλι ράμματα και ακρυλική κόλλα, εξήλθε δε την 1-11-2009 και έκτοτε παρακολουθείτο στα εξωτερικά ιατρεία της οφθαλμολογικής κλινικής. Ότι κατά την τακτική εξέτασή του, το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Ιανουαρίου 2010, διαπιστώθηκε αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς του αριστερού οφθαλμού και παραπέμφθηκε για χειρουργική αποκατάσταση. Ότι στις 19-1-2010 ο ενάγων υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση αποκόλλησης αμφιβληστροειδούς στον αριστερό οφθαλμό. Ότι, παρά τις ανωτέρω επεμβάσεις, η όραση του ενάγοντος στον αριστερό οφθαλμό δεν ξεπερνά το 1/20, εξαιτίας δε της μειωμένης οράσεως και του δεξιού οφθαλμού του (1/10) λόγω παλαιότερου τραυματισμού, έχει καταστεί ανάπηρος σε ποσοστό 67% και για το λόγο αυτό του έχει χορηγηθεί σύνταξη αναπηρίας μέχρι τις 31-1-2012. Ότι ο προαναφερόμενος τραυματισμός του ενάγοντος, πέραν των σοβαρών επιπτώσεων στην όρασή του, έχει επηρεάσει άμεσα και την ψυχική του υγεία, με αποτέλεσμα να εμφανίσει ``μείζονα καταθλιπτική διαταραχή``. Δέχεται περαιτέρω το Εφετείο ότι ο τραυματισμός του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης εργοδότριάς του, οι νόμιμοι εκπρόσωποι της οποίας επέδειξαν αμελή συμπεριφορά, και ότι το κεφάλαιο αυτό της πρωτόδικης απόφασης, που έκρινε ομοίως, δεν μεταβιβάσθηκε με έφεση ενώπιόν του. Ότι ο τελευταίος υπέστη από τον ανωτέρω τραυματισμό του ηθική βλάβη και πρέπει να του επιδικασθεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Ότι, εν όψει των προαναφερθέντων και αφού ληφθούν υπόψη οι συνθήκες του ατυχήματος, το είδος και ή έκταση της βλάβης που υπέστη ο ενάγων, η έλλειψη υπαιτιότητας αυτού για τον τραυματισμό του, ο χρόνος νοσηλείας και αποθεραπείας του (περισσότερο από 10 μήνες), η σωματική και ψυχική ταλαιπωρία του, τόσο κατά τη νοσηλεία του στο νοσοκομείο, όσο και κατά το μετέπειτα χρονικό διάστημα, που η κατάσταση της υγείας του δεν ήταν καλή, οι επιπτώσεις που η συγκεκριμένη βλάβη είχε στη ζωή του ενάγοντος και ειδικότερα η μόνιμη αναπηρία που του προκάλεσε, η ηλικία του (40 ετών), σε συνδυασμό και με την κοινωνική θέση και την οικονομική κατάσταση των διαδίκων, πρέπει να του επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 50.000 ευρώ που, μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, κρίνεται εύλογο. Μετά τις παραδοχές αυτές το Εφετείο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, η οποία είχε επιδικάσει στον ενάγοντα ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 30.000 ευρώ, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή του και επιδίκασε σ`αυτόν για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 50.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Με τις κρίσεις και τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο, καθορίζοντας τη χρηματική ικανοποίηση του αναιρεσείοντος στο ποσό των 50.000 ευρώ, δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, αλλά και δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, αφού το εν λόγω ποσό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, δεν υπολείπεται και μάλιστα καταφανώς του συνήθως επιδικαζόμενου σε παρόμοιες περιπτώσεις. Ενόψει όλων αυτών, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου και της αρχής της αναλογικότητας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

3. Επειδή, ο λόγος αναίρεσης του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δίδεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως ``πράγματα`` θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί (Ολ ΑΠ 3/1997, ΑΠ 139/2014, 1720/2013, 2176/2009, 232/2009). Εξάλλου, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ ΑΠ 12/1997), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ ΑΠ 11/1996). Με το δεύτερο και τελευταίο λόγο του αναιρετηρίου αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τους παρακάτω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, τους οποίους είχε προτείνει παραδεκτά τόσο στο πρωτοβάθμιο όσο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και οι οποίοι είναι ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης, ήτοι: α) για τη μεταγενέστερη του ατυχήματος συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης, η οποία δεν μερίμνησε για την άμεση μεταφορά αυτού στο νοσοκομείο και επέδειξε πλήρη αναλγησία απέναντί του κατά τη νοσηλεία του στο νοσοκομείο, αλλά και και στη συνέχεια και β) για το γεγονός ότι η κατάσταση της υγείας του αναιρεσείοντος είναι μη αναστρέψιμη και είναι σφόδρα πιθανή η μελλοντική επιδείνωσή της, πράγμα το οποίο ήδη συνέβη, αφού το ποσοστό αναπηρίας του αυξήθηκε από 67% σε 73%. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και απορριπτέος, διότι οι ισχυρισμοί που φέρονται ως αγνοηθέντες από το δικαστήριο της ουσίας, δεν αποτελούν ``πράγματα``, υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά επιχειρήματα για τον προσδιορισμό του είδους και της έκτασης της βλάβης που υπέστη ο αναιρεσείων, τα οποία δεν έχουν αυτοτέλεια, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης. Υπό την επίκληση δε της ανωτέρω πλημμέλειας πλήττεται στην πραγματικότητα η ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου για την ουσία της υπόθεσης.

4. Ενόψει όλων αυτών πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων που ηττήθηκε στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 30-4-2014 αίτηση του Α. Γ. για αναίρεση της 40/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας.

Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Δεκεμβρίου 2015.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Ιανουαρίου 2016.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.