Αριθμός 88/2016

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2’ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Κωνσταντίνο Τσόλα, Ευφημία Λαμπροπούλου και Εμμανουήλ Κλαδογένη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 28 Σεπτεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: Β. Τ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ασπρογέρακα - Γρίβα. Των αναιρεσιβλήτων - καλούντων: 1) Π. Μ. του Κ., 2) Κ. συζύγου Π. Μ., 3) Γ. Μ. του Π., 4) Κ. Μ. του Π., κατοίκων ... και 5) Δ. Α. του Ν., κατοίκου ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους Γεώργιο Γεωργακά και Χαράλαμπο Τσιρογιάννη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-7-2001 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και της αρχικής διαδίκου Γ. χήρας Κ. Μ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Τρικάλων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 149/2003 του ίδιου Δικαστηρίου, 708/2006 μη οριστική και 697/2008 οριστική του Εφετείου Λάρισας.

Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 10-1-2009 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 1293/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης. Την υπόθεση επαναφέρουν προς συζήτηση οι καλούντες με την από 24-11-2014 κλήση τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Χρυσόστομος Ευαγγέλου ανέγνωσε την από 1-3-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής : "Στις 28-7-1996, ημέρα Κυριακή, η Π. συζ. Δ. Α., θυγατέρα Π. Μ., ηλικίας 21 ετών, ως γεννηθείσα το έτος 1975, θυγατέρα των δύο πρώτων εναγόντων, αδελφή των τρίτης και τέταρτου και σύζυγος του έκτου εξ αυτών, (ήδη αναιρεσιβλήτων αντίστοιχα) η οποία διένυε τον όγδοο μήνα της κυήσεως, επιστρέφοντας από ημερήσια εκδρομή στη θάλασσα με το σύζυγό της έκτο των εναγόντων μετέβη στην οικία των ως άνω γονέων της (πρώτου και δεύτερης των εναγόντων) στη ...... Τρικάλων, όπου διέμενε προσωρινά. Περί ώρα 22.30 η ανωτέρω αισθάνθηκε αδιαθεσία και συγκεκριμένα ρίγος, τρεμούλα και παρουσίασε κυάνωση των άνω και κάτω άκρων. Μεταφέρθηκε αμέσως από τον σύζυγό της έκτο ενάγοντα στο Κέντρο Υγείας ..., αλλά λόγω του ότι βρίσκονταν στον όγδοο μήνα της κυήσεως, συνεστήθη από την εκεί εφημερεύουσα αγροτική ιατρό Α. Γ. να μεταφερθεί στη μαιευτική κλινική για να την εξετάσει ο μαιευτήρας γυναικολόγος που την παρακολουθούσε και που ήταν ο πρώτος εναγόμενος Β. Τ. (Ήδη αναιρεσείων). Οντως, μεταφέρθηκε από τους ως άνω σύζυγο και γονείς της (6ο, 1ο και 2η των εναγόντων αντιστοίχως) στη μαιευτική κλινική "..." του τρίτου εναγομένου Κ. Τ., στα ... όπου διατηρούσε το ιατρείο του και της παρείχε τις υπηρεσίες του ο θεράπων ιατρός της πρώτος εναγόμενος. Εν τω μεταξύ φθάνοντας περί ώρα 23.00’ στην ανωτέρω κλινική, πλην των ανωτέρω συμπτωμάτων παρουσίασε υψηλό πυρετό 400 C, ταχυκαρδία και εμετό. Εκεί, λόγω του ότι ο θεράπων ιατρός της πρώτος εναγόμενος απουσίαζε εκτός Τρικάλων στον Πλαταμώνα Πιερίας, η προϊσταμένη της κλινικής - νοσοκόμα Α. Τ., τετάρτη των εναγομένων, ειδοποίησε τον ευρισκόμενο στην κλινική ιδιοκτήτη αυτής, συνεργάτη του ανωτέρω, μαιευτήρα-γυναικολόγο επίσης, τρίτο εναγόμενο, Κ. Τ., ο οποίος την εξήτασε γυναικολογικά-μαιευτικά, και αφού δεν βρήκε κάποιο πρόβλημα, ενημέρωσε τους συγγενείς της ότι το περιστατικό δεν οφείλετο στην εγκυμοσύνη της αλλά απέδωσε αυτό σε παθολογικά αίτια τα οποία, λόγω της ειδικότητας του ως γυναικολόγου, δεν ήταν σε θέση να εντοπίσει και τους συνέστησε να καλέσουν ένα παθολόγο-καρδιολόγο για να την εξετάσει, καθόσον πέραν των άλλων συμπτωμάτων είχε και ταχυκαρδία, όπως προαναφέρθηκε. Η προϊστάμενη της κλινικής, τετάρτη των εναγομένων, κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας με τον πρώτο εναγόμενο, ενημέρωσε αυτόν για την κατάσταση της εγκύου και ότι την είχε εξετάσει ο προαναφερόμενος γυναικολόγος και δεν υπήρχε πρόβλημα από την εγκυμοσύνη της και κατόπιν εντολής του (πρώτου εναγομένου) χορήγησε στην ασθενή ενδομυϊκώς μία ένεση ΑΡΟΤΕΙ για τον πυρετό. Συνέστησε δε και ο ίδιος πρώτος εναγόμενος στον σύζυγο της εγκύου, κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας με αυτόν, να καλέσουν και έναν παθολόγο - καρδιολόγο για να εξετάσει την ασθενή. Έτσι, περί ώρα 12.00’ βραδινή, κλήθηκε από την προϊσταμένη - πέμπτη εναγομένη και ήρθε στην κλινική ο δεύτερος εναγόμενος καρδιολόγος ιατρός, Ι. Π., ο οποίος εξήτασε την ασθενή μόνο καρδιολογικά, δηλαδή της έκανε ένα καρδιογράφημα, το οποίο δεν έδειξε κάποιο καρδιολογικό πρόβλημα. Επειδή όμως η ασθενής παρουσίαζε υψηλό πυρετό και ταχυκαρδία και δεδομένου ότι ο ανωτέρω ιατρός ενημερώθηκε ότι δεν είχε γυναικολογικό πρόβλημα και ότι της είχε χορηγηθεί το προαναφερόμενο αντιπυρετικό φάρμακο, παρέμεινε επί δίωρο στην κλινική για να παρακολουθήσει την εξέλιξη της ασθενούς, και δη αναμένοντας την πτώση του πυρετού και την εξέλιξη της ταχυκαρδίας, χωρίς να της χορηγήσει κάποια θεραπευτική αγωγή, λόγω του ότι δεν ήταν δυνατή εκ μέρους του η διάγνωση της ασθένειας και επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον θεράποντα γυναικολόγο ιατρό πρώτο εναγόμενο, τον οποίο ενημέρωσε σχετικά. Κατόπιν αποχώρησε από την κλινική, λέγοντας στην τετάρτη εναγομένη - προϊσταμένη ότι θα επικοινωνήσει τηλεφωνικά για να ενημερωθεί για την κατάσταση της ασθενούς. Πράγματι, ο δεύτερος εναγόμενος, επικοινώνησε τηλεφωνικά με την τετάρτη εξ αυτών στις 03.00’ πρωινή ώρα περίπου και ενημερώθηκε από αυτήν ότι ο πυρετός είχε λίγο υποχωρήσει αλλά οι σφυγμοί της ήταν πάνω από 120 ανά λεπτό και ότι δεν μπορούσε να τους μετρήσει ακριβώς. Το γεγονός αυτό ανησύχησε τον δεύτερο εναγόμενο ιατρό ο οποίος εξέφρασε την γνώμη στην προϊσταμένη της κλινικής - τετάρτη εναγομένη να μεταφερθεί η ασθενής στο νοσοκομείο. Η ασθενής παρέμεινε στην κλινική ολόκληρο το βράδυ και την επομένη το πρωί της 29.07.1996 και περί ώρα 10.00 πρωϊνή ο πρώτος εναγόμενος - θεράπων ιατρός αυτής μετέβη στην κλινική και επισκέφθηκε την ανωτέρω εγκυμονούσα, της οποίας τα ανωτέρω συμπτώματα είχαν υποχωρήσει, της έκανε υπερηχογράφημα και διαπίστωσε ότι το κυοφορούμενο ήταν καλά, την εξήτασε γυναικολογικά-μαιευτικά και εφόσον δεν διαπίστωσε κάποιο γυναικολογικό πρόβλημα, ενημέρωσε τους οικείους της ότι δεν έχει τίποτε, αποδίδοντας την εμφανισθείσα μη φυσιολογική κατάσταση της ασθενούς σε δηλητηρίαση - γαστρεντερίτιδα και τους είπε ότι μπορούν να πάρουν την ασθενή και να φύγουν από την κλινική, χωρίς να παραπέμψει να γίνουν επειγόντως εργαστηριακές εξετάσεις για να διαπιστωθούν τα αίτια του ανωτέρω μη φυσιολογικού συμπτωματικού, που είχε εμφανίσει το προηγούμενο βράδυ η έγκυος ασθενής (υψηλό πυρετό, περιφερειακή κυάνωση, ταχυκαρδία κλπ.) και το οποίο δεν οφείλονταν, όπως και ο ίδιος διέγνωσε σε μαιευτικά - γυναικολογικά αίτια. Πράγματι, κατ’ εντολή του πρώτου εναγομένου, η ασθενής περί ώρα 12.00 μεσημβρινή αποχώρησε από την κλινική συνοδευόμενη από τους οικείους της και μετέβη στην οικία της στη .... Εκεί όμως, εντός ολίγου χρόνου και περί ώρα 13.00, εμφάνισε τα ίδια συμπτώματα της προηγούμενης ημέρας, ήτοι ρίγος, πυρετό, τρεμούλα, περιφερειακή. κυάνωση και ταχυκαρδία και αμέσως ο ενάγων σύζυγός της τηλεφώνησε και ενημέρωσε τον πρώτο εναγόμενο θεράποντα ιατρό της, ο οποίος του συνέστησε να κάνει ένα μπάνιο, να πάρει ένα PONSTAN και να τη μεταφέρουν εκ νέου στην κλινική για να την εξετάσει. Επειδή όμως η κατάσταση της ασθενούς ήταν ανησυχητική, οι ανωτέρω συγγενείς της (σύζυγος και γονείς της) κάλεσαν ασθενοφόρο από το κέντρο υγείας ... και τη μετέφεραν πρώτα εκεί, όπου την εξήτασε η παθολόγος - καρδιολόγος ιατρός Γ. Σ., η οποία ενόψει και της καταστάσεως εγκυμοσύνης αυτής, της συνέστησε να μεταβεί στη μαιευτική κλινική για να την εξετάσει ο γυναικολόγος - μαιευτήρας που την παρακολουθούσε, δηλαδή ο πρώτος εναγόμενος ή στο Νοσοκομείο Τρικάλων, ενόψει δε της προηγηθείσης επικοινωνίας των με τον πρώτο εναγόμενο και της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης τους προς το πρόσωπο αυτού οι ανωτέρω μετέβησαν εν συνεχεία στην ανωτέρω μαιευτική κλινική, ενώ, κατά τη διάρκεια της διαδρομής, τα έντονα συμπτώματα υποχώρησαν σχετικά. Εκεί, περί ώρα 14.30, ο πρώτος εναγόμενος, αφού προέβη σε μία απλή εξέταση αυτής, συνέστησε να της βάλουν ορό και ανέφερε στους συνοδεύοντες αυτή συγγενείς της ότι, μόλις τελειώσει ο ορός μπορούν να αποχωρήσουν από την κλινική, διότι δεν είχε τίποτα το ανησυχητικό, παραλείποντας και πάλι την εντολή διενέργειας παρακλινικών εξετάσεων. Οι ανωτέρω συγγενείς όμως, επειδή ήταν ανήσυχοι από τα επαναλαμβανόμενα περιστατικά, επέμειναν να παραμείνει στην κλινική όλη την νύκτα για παρακολούθηση, όπως και έγινε. Στις 3.00 ώρα πρωινή της 30.07.1996 η ανωτέρω ασθενής και ενώ βρισκόταν στο μαιευτήριο, παρουσίασε και πάλι τα ίδια συμπτώματα και δη υψηλό πυρετό, ρίγος, ταχυκαρδία, ως και δύσπνοια και δυσουρία. Επελήφθη το προσωπικό της κλινικής (προϊσταμένη - τετάρτη εναγομένη και νοσοκόμες) και ενημερώθηκε ο πρώτος εναγόμενος ο οποίος βρισκόταν εκείνη την ώρα στην κλινική, ενασχολούμενος με τοκετούς, ο οποίος επελήφθη της ασθενούς περί ώρα 4.30 πρωινή και αφού της χορήγησε σχετική θεραπευτική αγωγή με ένεση, καθησύχασε τους συγγενείς της και αποχώρησε από την κλινική. Στις 6.00 ώρα πρωινή της ίδιας ημέρας η ασθενής εμφάνισε την ίδια ως άνω κλινική εικόνα και κλήθηκε επειγόντως ο πρώτος εναγόμενος για να την εξετάσει. Ο τελευταίος βρήκε την ασθενή σε διέγερση, με περιφερειακή κυάνωση, ταχυπαλμία, πίεση 100/50, πυρετό 380 C, δύσπνοια, άτονο σφυγμό, δυσουρία, με δέρμα θερμό και ρίγος και τότε μόνο, αφού της χορήγησε θεραπευτική αγωγή (οξυγόνο, ορό, αντιβίωση κορτιζόνη), αναφέρει στους οικείους της ότι κάτι άλλο συμβαίνει και χρειάζεται ενδελεχής έλεγχος και μετέβη στο Νοσοκομείο για να κανονίσει την μεταφορά της ασθενούς εκεί πλην όμως, αξιολογώντας τις δυνατότητες αντιμετώπισης του περιστατικού κατά το χρόνο εκείνο εκεί, επέστρεψε και μόνο μετά την πάροδο τρίωρου (περί ώρα 9.30 ) και ενώ η κατάσταση της ασθενούς είχε επιδεινωθεί αρκετά, η τελευταία μεταφέρεται με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο Τρικάλων σε κατάσταση περιφερειακού collapsus, κυανωτική, συγχυδιεγερτική (SΗΟCΚ) όπου της χορηγήθηκε οξυγόνο και φάρμακα και διασωληνώθηκε ταχύτατα, αλλά παρά τις προσπάθειες των ιατρών του νοσοκομείου η ασθενής μετά από λίγο απεβίωσε (καθώς επίσης και το κυοφορούμενο), συνεπεία τοξιναιμικού σοκ οφειλομένου στη διάμεση νεφρίτιδα (βλ. την από 31.07.1996 ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή Ν. Β.). Με βάση τα ανωτέρω γεγονότα ο πρώτος εναγόμενος Β. Τ., με την ιδιότητα του μαιευτήρα -γυναικολόγου ιατρού Τρικάλων και θεράποντος ιατρού της θανούσης, παρότι από το πρωί της 29.7.1996 μέχρι την 9η πρωινή της 30.07.1996 εξήτασε κατ’ επανάληψη γυναικολογικά την ως άνω θανούσα, η οποία διένυε τον όγδοο μήνα της κυήσεως και την εγκυμοσύνη της οποίας παρακολουθούσε ο ίδιος στην κλινική, ιδιοκτησίας του τρίτου εναγομένου, στα ... όπου ασκούσε τα ιατρικά του καθήκοντα και διαπίστωσε ότι τα συμπτώματα που παρουσίαζε αυτή, ήτοι υψηλός πυρετός, ρίγος, περιφερειακή κυάνωση, ταχυπαλμία, δύσπνοια, δυσουρία και εμετός δεν οφείλοντο στην εγκυμοσύνη της, αλλά σε παθολογικά αίτια, γεγονός που του επεσήμαναν και ο δεύτερος των εναγομένων καρδιολόγος ιατρός ως και η τετάρτη εξ αυτών προϊσταμένη διαβιβάζοντάς του τη διάγνωση του τρίτου εναγομένου μαιευτήρα γυναικολόγου που είχε εξετάσει (ως και ο παραπάνω καρδιολόγος) προηγουμένως τη θανούσα και παρότι τα περιστατικά με τα ίδια ως άνω συμπτώματα επαναλαμβάνοντο συνεχώς, παρέλειψε, όπως είχε υποχρέωση, σύμφωνα με τους βασικούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης, να δώσει έγκαιρη εντολή για παρακλινικές εξετάσεις αίματος και ούρων για τη διάγνωση αυξημένων λευκών αιμοσφαιρίων, πράγμα που θα τον οδηγούσε στη διάγνωση της οξείας νεφρίτιδας προς καταστολή της οποίας θα χορηγούνταν αμέσως αντιβιοτικά ευρέως φάσματος, αλλά και να προωθήσει την ασθενή εγκαίρως στο νοσοκομείο για να διαγνωσθεί το είδος της παθήσεως της και να εφαρμοσθεί ανάλογη θεραπευτική αγωγή, και αρκέστηκε σε απλές γυναικολογικές εξετάσεις και σε καθησύχαση των οικείων της, με αποτέλεσμα να παρέλθει αρκετό και κρίσιμο χρονικό διάστημα χωρίς η παθούσα να έχει λάβει την κατάλληλη για την πάθηση της θεραπευτική αγωγή, με περαιτέρω συνέπεια, εξαιτίας της παραλείψεώς του αυτής να αποβιώσει στις 30.07.1996 από τοξιναιμικό σοκ οφειλόμενο στη διάμεση νεφρίτιδα. Η μεταφορά της ασθενούς την ύστατη στιγμή (την 9η πρωινή ώρα της 30.07.1996) στο νοσοκομείο δεν ήταν δυνατό να αποτρέψει το προαναφερόμενο αποτέλεσμα. Η ανωτέρω παράλειψη του πρώτου εναγομένου συνιστά παράνομη και υπαίτια (αμελή) συμπεριφορά αυτού κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων, καθόσον ο τελευταίος δεν επέδειξε την απαιτούμενη για ιατρό επιμέλεια κατά παράβαση των θεμελιωδών αρχών της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης πείρας που προβλέπεται από το άρθρο 24 του α. ν 1565/1939 "περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος" και ήταν ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων τον επελθόντα θάνατο της ανωτέρω και θεμελιώνει την αδικοπρακτική ευθύνη αυτού. Ο ισχυρισμός του ανωτέρω εναγομένου ότι η διάγνωση της διάμεσης νεφρίτιδας, από την οποία έπασχε η ασθενής, δεν ήταν δυνατή από έναν ιατρό της ειδικότητός του μαιευτήρα-γυναικολόγου και επομένως δεν βαρύνεται με αμέλεια, είναι απορριπτέος, ενόψει του ότι και αληθής υποτιθέμενος, επιτείνει την εξ αμελείας ευθύνη αυτού να παραλείψει να αποστείλει την ασθενή για παρακλινικές εξετάσεις ή στο νοσοκομείο προς διάγνωση της ακριβούς παθήσεως αυτής. Επίσης, ο ισχυρισμός του ότι ο θάνατος της ασθενούς ήταν αναπόφευκτος ανεξαρτήτως οποιασδήποτε δικής του ενέργειας, αφενός λόγω της φύσεως της παθήσεως που ήταν χρονία και εξελίχθηκε ασυμπτωματολογικώς και με εκρηκτική εμφάνιση κατά την ημέρα του θανάτου της ασθενούς και αφετέρου λόγω του χρόνου έκδοσης των αποτελεσμάτων τυχόν παρακλινικών εξετάσεων μετά την κατάληξη αυτής και της αδυναμίας αντιμετωπίσεως της εν λόγω ασθένειας στο Νοσοκομείο Τρικάλων ελλείψει μονάδος εντατικής θεραπείας και επομένως δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ανωτέρω παραλείψεώς του και του θανάτου της ανωτέρω} είναι απορριπτέοι; ενόψει του ότι αποδείχθηκε ότι τα εμφανισθέντα ανωτέρω συμπτώματα αυτής (υψηλός πυρετός, ρίγος, εμετός, δυσουρία κλπ), κατά τον κρίσιμο χρόνο της αναλήψεως από τον πρώτο εναγόμενο της αντιμετωπίσεως της καταστάσεως της εν λόγω ασθένειας στο νοσοκομείο Τρικάλων ελλείψει μονάδος εντατικής θεραπείας, και επομένως δεν υφίστατο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ανωτέρω παραλείψεως του και του θανάτου της ανωτέρω είναι απορριπτέος διότι όπως αποδείχθηκε κατά τον κρίσιμο χρόνο της αναλήψεως από τον πρώτο εναγόμενο της αντιμετωπίσεως της καταστάσεως της ασθενούς η κλινική της εικόνα με τα εμφανισθέντα συμπτώματα αυτής σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η τελευταία διένυε το όγδοο μήνα της κυήσεως αποτελούσαν συμπτώματα διαμέσου νεφρίτιδας ενώ η διενέργεια παρακλινικών εξετάσεων (γενικής ούρων και αίματος) θα έδινε άμεσα τα πρώτα αποτελέσματα (εντός δύο} τριών ωρών) προς καθοδήγηση για τη σωστή διάγνωση και την έγκαιρη αντιμετώπιση του περιστατικού αυτού} το οποίο τότε ήταν δυνατό να αντιμετωπισθεί επιτυχώς στο νοσοκομείο Τρικάλων παρά την έλλειψη μονάδος εντατικής θεραπείας και εν πάση περιπτώσει να διακομισθεί σε άλλο γειτονικό νοσοκομείο ( όπως της Καρδίτσας) που διέθετε τέτοια μονάδα". Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι συνεπεία του θανάτου της ανωτέρω Π. θυγ. Π. Μ. συζ. Δ. Α., οι δύο πρώτοι των εναγόντων} γονείς αυτής, κατέβαλαν εξ ημισείας ο καθένας, για έξοδα κηδείας το συνολικό ποσό των 585.000 δραχμών που αντιστοιχούν σε 1.716,80 ευρώ, που αφορούν δαπάνες για μεταφορά του νεκρού από τον τόπου που έλαβε χώρα ο θάνατος (Νοσοκομείο Τρικάλων) στον τόπο ταφής της (...], αγορά φερέτρου, αναγκαίων ειδών αυτού (σάβανο} μαξιλάρι κλπ), ενδυμάτων νεκρού, αναγκαίων ειδών τέλεσης της νεκρωσίμου ακολουθίας (λαμπάδες κεριά} θυμίαμα κλπ), αγγελτήρια, δικαιώματα ναού} κατασκευή τάφου και έξοδα συνεστιάσεως, όπως συνηθίζεται εθιμικά στην περιοχή} ενώ δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτά η δαπάνη για διακόσμηση του ναού με άνθη και τα έξοδα μισθώσεως ταξί για μεταφορά των συγγενών} αφού οι εν λόγω δαπάνες γίνονται σε εκπλήρωση ηθικού καθήκοντος και σεβασμού στην μνήμη του νεκρού και} επομένως, πρέπει να επιδικαστεί στους δύο πρώτους των εναγόντων} για την αιτία αυτή} το ανωτέρω ποσό συμμέτρως στον καθένα ήτοι από 858,4 (1.716,80: 2) ευρώ. Επίσης, από το ίδιο ως άνω αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες (πλην της πέμπτης ως προς την οποία η αγωγή απορρίφθηκε κατά τα ανωτέρω), από τον επισυμβάντα θάνατο της θυγατρός των δύο πρώτων εξ αυτών αδελφής των τρίτης και τετάρτου και συζύγου του έκτου εξ αυτών Π. Α. υπέστη Ψυχική οδύνη για την οποία αφού ληφθούν υπόψη οι συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, ο βαθμός, το είδος και η φύση της υπαιτιότητας (αμέλεια) του πρώτου εναγομένου και δη ως ιατρού το γεγονός ότι η θανούσα ήταν ηλικίας 21 ετών και διένυε τον όγδοο μήνα της κυήσεως και μαζί της απεβίωσε και το κυοφορούμενο, ο βαθμός και ο δεσμός στενής συγγένειας και αγάπης καθενός από τους ενάγοντες προς εκείνη ως και η συζυγική ιδιότητα του έκτου εξ αυτών} η θλίψη και ο ψυχικός πόνος που δοκίμασαν οι ενάγοντες από το θάνατο αυτής, καθώς και η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών πρέπει να επιδικαστεί σε καθένα εκ των ανωτέρω εναγόντων ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που δοκίμασαν από την ως άνω αδικοπραξία το κατωτέρω εύλογο χρηματικό ποσό: ήτοι : α) σε καθένα των πρώτης, δευτέρου και έκτου εξ αυτών, γονέων και συζύγου της θανούσης, το ποσό των 50.000 ευρώ (πλέον του ποσού των 2,93 ευρώ που επιφυλάχτηκε ο καθένας από αυτούς να το ζητήσει παριστάμενοι; ως πολιτικώς ενάγων από το ποινικό δικαστήριο) και β) σε καθένα των τρίτης και τέταρτου εξ αυτών, αδελφών της θανούσης, το ποσό των 45.000 ευρώ. Πρέπει, επομένως, η αγωγή αναφορικά με τους λοιπούς, πλην της πέμπτης, των εναγόντων, να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν ως προς τον πρώτο εναγόμενο και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος αυτός να καταβάλει στους ενάγοντες αυτούς τα ανωτέρω ποσά στον καθένα, σε καθένα δε των πρώτου και δεύτερης εξ αυτών το συνολικό ποσό των 50.858,4 (= 858,4 περιουσιακή ζημία + 50.000 χρηματική ικανοποίηση) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε ως αβάσιμη κατ ουσίαν την έφεση του πρώτου εναγόμενου και εδώ αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης υπ’ αριθ. 149/2003 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, ενώ δέχθηκε ως βάσιμη την αντίθετη έφεση των εναγόντων, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, που είχε επιδικάσει μικρότερα χρηματικά ποσά ως χρηματική ικανοποίηση, κράτησε και δίκασε την αγωγή και επιδίκασε στους ενάγοντες τα ανωτέρω χρηματικά ποσά. Έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα στις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 330 και 914 του Α.Κ, τις οποίες εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού διέλαβε στην απόφασή του σαφείς, πλήρης και χωρίς ενδοιασμούς, αντιφάσεις και λογικά κενά αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό λόγο ως προς την ορθή εφαρμογή των ως άνω διατάξεων. Ειδικότερα, το Εφετείο παραθέτει με λεπτομέρεια τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που θεμελιώνουν την παράνομη και αμελή συμπεριφορά του εναγόμενου και ήδη αναιρεσείοντος ιατρού και συνίστανται στο ότι αυτός, ως γυναικολόγος ιατρός που παρακολουθούσε συνεχώς την εξέλιξη της κυοφορίας της θανούσης και επελήφθη των σοβαρών συμπτωμάτων (υψηλός πυρετός, ρίγος, εμετός, δυσουρία κλπ) που αυτή παρουσίασε, ενώ βεβαιώθηκε ότι τα ως άνω επαναλαμβανόμενα συμπτώματα που εμφάνιζε η ασθενής δεν συνδέονταν με την εγκυμοσύνης της, αλλ’ ότι οφείλονται σε παθολογικά αίτια, παρέλειψε να ενεργήσει όπως θα ενεργούσε κάθε άλλος της αυτής ειδικότητας ιατρός που θα ευρίσκετο υπό τις ίδιες περιστάσεις και ειδικότερα παρέλειψε να δώσει έγκαιρη εντολή για παρακλινικές εξετάσεις αίματος και ούρων, όπως είχε υποχρέωση σύμφωνα με τους βασικούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης, ώστε να διαγνωσθεί η πάθησή της (διάμεση νεφρίτιδα σε παρόξυνση) και να αντιμετωπιστεί δεόντως, με την άμεση χορήγηση αντιβιοτικών ευρέως φάσματος, αλλά και να προωθήσει την ασθενή εγκαίρως στο νοσοκομείο για να διαγνωσθεί το είδος της παθήσεως της και να εφαρμοσθεί ανάλογη θεραπευτική αγωγή, αλλά αρκέστηκε σε απλές γυναικολογικές εξετάσεις και σε καθησύχαση των οικείων της, με αποτέλεσμα να παρέλθει αρκετό και κρίσιμο χρονικό διάστημα χωρίς η παθούσα να έχει λάβει την κατάλληλη για την πάθηση της θεραπευτική αγωγή. Άλλη ειδικότερη αιτιολογία για την θεραπευτική αγωγή που θα εφαρμοζόταν στην περίπτωση έγκαιρης διάγνωσης της διάμεσης νεφρίτιδας δεν ήταν αναγκαίο να παραθέσει το Εφετείο. Οι αναφερόμενες στο αναιρετήριο αιτιολογίες, που αφορούν τους λοιπούς εναγόμενους ιατρούς ως προς τους οποίους απορρίφθηκε η αγωγή, δεν μπορεί να συνδεθούν με τις αιτιολογίες που στηρίζουν τα διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς τον αναιρεσείοντα και να θεμελιώσουν αναιρετικό λόγο για αντιφατικές σε σχέση με τους άλλους ιατρούς αιτιολογίες της αποφάσεως. Το Εφετείο δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι ο εναγόμενος-αναιρεσείων ιατρός μπορούσε να διαγνώσει τη διάμεση νεφρίτιδα από την οποία έπασχε η ασθενής του, αν είχε στη διάθεσή του τα αποτελέσματα παρακλινικών εξετάσεων, τη διενέργεια των οποίων παρέλειψε να παραγγείλει. Σε κάθε, όμως, περίπτωση δέχεται ότι η ευθύνη του θεμελιώνεται και στο ότι παρέλειψε να προωθήσει έγκαιρα την ασθενή στο πλησιέστερο νοσοκομείο, που διέθετε ιατρούς όλων των ειδικοτήτων και τα απαραίτητα εργαστήρια, κρίση που στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της αποφάσεώς του. Περαιτέρω, το Εφετείο δέχθηκε ότι, αν ο εναγόμενος ιατρός είχε επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια και διατάξει εγκαίρως παρακλινικές εξετάσεις ή προωθούσε την εισαγωγή της ασθενούς σε κάποιο από τα πλησιέστερα νοσοκομεία των Τρικάλων ή της Καρδίτσας, το τελευταίο από τα οποία διέθετε οργανωμένη μονάδα εντατικής θεραπείας, από τα πρώτα αποτελέσματα των παρακλινικών εξετάσεων, που θα προέκυπταν εντός ολίγων ωρών, θα διαπιστωνόταν η ασθένεια της διάμεσης νεφρίτιδας από την οποία έπασχε η ασθενής και θα εχορηγείτο η ανάλογη θεραπευτική αγωγή (αντιβιοτικά ευρέως φάσματος) και έτσι θα αποτρεπόταν ο θάνατός της από τοξιναιμικό σοκ, οφειλόμενο στη διάμεση νεφρίτιδα. Τα τελευταία αυτά περιστατικά καταφάσκουν την γενόμενη δεκτή από το Εφετείο ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του εναγόμενου και του επελθόντος αποτελέσματος. Επομένως, οι τρίτος και τέταρτος από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, αντίστοιχα, αναιρετικοί λόγοι, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Ο πέμπτος από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την ένσταση του εναγόμενου ότι δεν βαρύνεται με αμέλεια για τον θάνατο της Π. Α.-Μ. και ότι σε κάθε περίπτωση δεν υφίσταται ο αναγκαίος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αποδιδιδόμενης σ’ αυτόν αμελούς συμπεριφοράς και του επελθόντος αποτελέσματος (θανάτου) είναι αβάσιμος, καθόσον από τις προαναφερόμενες παραδοχές του Εφετείου προκύπτει ότι αυτό έλαβε υπόψη και απέρριψε τη σχετική ένσταση του εναγόμενου ως αβάσιμη, δεχόμενο ότι ο θάνατος της ανωτέρω οφείλεται σε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου και ότι υφίσταται ο αναγκαίος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ συμπεριφοράς και αποτελέσματος. Ο πρώτος από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο δεν παραθέτει στην απόφασή του τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που δικαιολογούν το πραγματικό της εφαρμοσθείσας διάταξης ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 928 εδ. α’ Α.Κ. και την επιδίκαση στους δύο πρώτους ενάγοντες της δαπάνης στην οποία υποβλήθηκαν για έξοδα κηδείας της θυγατέρας των και δεν διαλαμβάνει σχετική αιτιολογία, είναι απαράδεκτος, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε και κατά τούτο δεν αναιρεσιβάλλεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι με την έφεση δεν μεταβιβάσθηκε στο Εφετείο το κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο επιδικάσθηκαν στους δύο πρώτους ενάγοντες έξοδα κηδείας της θυγατέρας των, για το ενιαίο δε και μόνο της εκτέλεσης εξαφάνισε και κατά το κεφάλαιο αυτό την εκκαλούμενη απόφαση και επιδίκασε ως έξοδα κηδείας τα ίδια ποσά που είχε επιδικάσει και το Πρωτοδικείο. Κατά τις διατάξεις του άρθρο 270 § 2 εδ. γ’ και δ’ ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 2915/2001 και εφαρμόζονται κατά το άρθρο 524 § 1 εδ. α’ ΚΠολΔ και στην κατ’ έφεση δίκη, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνον αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δυο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή, για δε την αντίκρουση ένορκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή, μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 3 του άρθρο 237, πρόσθετων βεβαιώσεων, το πολύ ίσου αριθμού προς τις προσκομιζόμενες. Γενικεύθηκε έτσι στην τακτική διαδικασία η χρήση των ένορκων βεβαιώσεων ως ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου, εφόσον βέβαια για το αποδεικτέο θέμα επιτρέπονται μάρτυρες, τέθηκε όμως όριο ως προς τον αριθμό των ένορκων βεβαιώσεων που κάθε διάδικο μέρος μπορεί να προσκομίσει και το δικαστήριο να λάβει υπόψη. Επομένως, αν το δικαστήριο της ουσίας λάβει υπόψη και συνεκτιμήσει με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα περισσότερες των τριών από τις ένορκες βεβαιώσεις που επικαλέσθηκε και προσκόμισε οποιοδήποτε από τα διάδικα μέρη, υποπίπτει στις πλημμέλειες από το άρθρο 559 αριθ. 11 α’ και 14 ΚΠολΔ, δηλαδή λαμβάνει υπόψη απαγορευμένα από το νόμο αποδεικτικά μέσα και παρά τον νόμο δεν κηρύσσει απαράδεκτο (ΑΠ 1103/2011, Α.Π. 725/2006, ΑΠ 315/2008, ΑΠ 747/2008). Το όριο των τριών ένορκων βεβαιώσεων ισχύει αθροιστικά για το σύνολο των αντικειμένων της δίκης που κάθε διάδικο μέρος αποσκοπεί να υποστηρίξει ή να αντικρούσει με τις ένορκες βεβαιώσεις, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της αντικειμενικής σώρευσης αγωγών (άρθρ. 218 ΚΠολΔ) ή της ανταγωγής (άρθρ. 268 ΚΠολΔ), δηλαδή και στις περιπτώσεις αυτές τρεις συνολικά ένορκες βεβαιώσεις επιτρέπεται σε κάθε διάδικο μέρος να επικαλεσθεί και να προσκομίσει, δεν συνιστά δε ο περιορισμός αυτός αντίθεση προς τις διατάξεις των άρθρο 20§1 του Συντάγματος και 6§1 της ΕΣΔΑ (κύρωση με ν. δ. 53/1974), που κατοχυρώνουν μεν το δικαίωμα δικαστικής έννομης προστασίας στο πλαίσιο δίκαιης δίκης, δεν αποκλείουν όμως τη θέσπιση περιορισμών στην απόδειξη, εφόσον αυτοί δεν καταστρατηγούν, αλλά διασφαλίζουν τις αρχές της δίκαιης δίκης, όπως ακριβώς συμβαίνει με τον περιορισμό των ένορκων βεβαιώσεων, που στόχο έχει, εξαιτίας του επισφαλούς χαρακτήρα του αποδεικτικού αυτού μέσου, τη μεγαλύτερη δικαιϊκή ασφάλεια στις σοβαρές κατά κανόνα υποθέσεις της τακτικής διαδικασίας (Α. Π. 1103/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο από το άρθρο 559 αριθ. 11 γ’ και 14 ΚΠολΔ λόγο του αναιρετηρίου προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη μόνο τρείς από τις εννέα ένορκες βεβαιώσεις που επικαλέσθηκε με τις προτάσεις του και προσκόμισε ο αναιρεσείων, χωρίς μάλιστα να τηρήσει τη σειρά επίκλησής τους και παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη του τις λοιπές έξι ένορκες βεβαιώσεις ούτε ως δικαστικά τεκμήρια. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος κατά το μέρος που η αιτίαση αφορά τη μη λήψη υπόψη των πέραν τριών ένορκων βεβαιώσεων, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα νομική σκέψη, οι υπερβαίνουσες τις τρεις ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες δεν ελήφθησαν για την αντίκρουση αντίθετων ισχυρισμών των αντιδίκων του αναιρεσείοντος, αποτελούν απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και ορθώς δεν ελήφθησαν υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ο περιορισμός δε υπό της διατάξεως του άρθρου 270 παρ. 2 του αριθμού των ενόρκων βεβαιώσεων που επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας δεν αντίκειται ούτε στα άρθρα 20 παρ.1 και 25 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Όσον αφορά την επικαλούμενη παραβίαση από το Εφετείο της σειράς επίκλησης των ενόρκων βεβαιώσεων πρέπει να λεχθούν τα εξής: Το Εφετείο έλαβε υπόψη του και ορθώς τις ίδιες τρεις ένορκες βεβαιώσεις που είχε λάβει υπόψη και η εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοδικείου, δεχθέν ότι επικουρικά επελέγησαν από τον εναγόμενο οι τρείς αυτές ένορκες βεβαιώσεις, όπως είχε κρίνει και το πρωτοδικείο, αφού με την έφεσή του ο αναιρεσείων δεν προέβαλε, ούτε επικουρικά, σχετικό παράπονο για την παραβίαση της σειράς επίκλησης των ενόρκων βεβαιώσεων, αλλά παραπονέθηκε και ζήτησε να ληφθούν υπόψη και οι λοιπές ένορκες βεβαιώσεις, η σχετική δε κρίση του Εφετείου περί επικουρικής επιλογής των ενόρκων βεβαιώσεων που έλαβε υπόψη του, ως αναγόμενη στα πράγματα, είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (Α.Π. 747/2008). Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι "οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Η αρχή της αναλογικότητας, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά διατρέχει το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ` αυτήν, απευθύνεται και στον δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κλπ). Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλ. να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας (Ολ. Α.Π. 9/2015).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον έκτο από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγο του αναιρετηρίου αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση ότι το Εφετείο, με το να επιδικάσει στους ήδη αναιρεσίβλητους τα ποσά των 70.000 ευρώ σε καθένα από τους δύο πρώτους (γονείς), το ποσό των 45.000 ευρώ σε καθένα από τους τρίτο και τέταρτο (αδέλφια) και 70.000 ευρώ στον πέμπτο (σύζυγο αποβιωσάσης), ως χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης που αυτοί υπέστησαν από το θάνατο της θυγατέρας, αδελφής και συζύγου των, αντίστοιχα, παραβίασε ευθέως την αρχή της αναλογικότητας, η οποία καθιερώνεται με το άρθρο 25 του Συντάγματος. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι υπό τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά η επιδικασθείσα στους ενάγοντες χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από το θάνατο της συγγενούς των Π. Α., δεν αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 10 Ιανουαρίου 2009 αίτηση του Β. Τ. για αναίρεση της υπ’ αριθ. 697/2008 αποφάσεως του Εφετείου Λάρισας.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Νοεμβρίου 2015.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25 Ιανουαρίου 2016.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.