Αριθμός 166/2016

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Μπουρνάκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Γεώργα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1. Ι. Τ. του Π., κατοίκου ..., 2. Χ. Κ. του Α., κατοίκου ..., 3. Σ. Ρ. του Φ., κατοίκου ... και 4. Α. Κ. του Ε., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αθανάσιο Θανόπουλο. Mε πολιτικώς ενάγουσα την Ε. Γ. του Α., κάτοικο ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Πουλικάκο, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 29/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.

Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Ιουνίου 2015 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 654/2015

Αφού άκουσε

Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 1, 2 του ΠΚ, συνάγεται ότι, για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, πρέπει να είναι ψευδή τα όσα γεγονότα κατέθεσε ο ενόρκως εξετασθείς μάρτυρας ενώπιον αρμόδιας προς τούτο αρχής. Από την ίδια διάταξη προκύπτει επίσης ότι η αρμοδιότητα της αρχής, ενώπιον της οποίας δίνεται η κατάθεση, αποτελεί συστατικό όρο του εγκλήματος της ψευδορκίας, θεωρείται δε και ως αρμόδια αρχή εκείνη, ενώπιον της οποίας είναι δυνατόν, κατά διάταξη νόμου, να γίνει ένορκη κατάθεση κάποιου, η οποία να μπορεί στη συνέχεια να ληφθεί υπόψη ως έγκυρο αποδεικτικό μέσο από αρχή, που είναι και αυτή αρμόδια προς διάγνωση κάποιας διαφοράς.

Εξάλλου, ο Ειρηνοδίκης είναι αρμόδιος να λαμβάνει ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, εφόσον αυτές πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο, όπως σε δίκη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ή και ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (βλ. άρθρο 270 Κ.ΠολΔικ., όπως τροπ. με το άρθρο 12 του ν. 2915/2001 και το άρθρο 7 ν. 3043/2002). Πρέπει, όμως για την πληρότητα της αιτιολογίας αποφάσεως, με την οποία καταδικάστηκε κάποιος για ψευδορκία μάρτυρος, για να μπορούν αυτές οι ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων να ληφθούν υπόψη, ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο, να έχει προηγηθεί, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 270 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ., νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που είχε την επιμέλεια της καταθέσεως και να αναφέρεται στην απόφαση, εκτός άλλων, η διαπίστωση από το δικαστήριο της ουσίας ότι έχει προηγηθεί, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 270 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ., νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που είχε την επιμέλεια της καταθέσεως, διότι διαφορετικά δεν αποτελούν νόμιμο αποδεικτικό μέσο, δεν ασκούν επιρροή στη δίκη που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν και δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρος για όσα περιστατικά περιέχονται σ’ αυτές, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στον αντίδικο να παραστεί κατά τη λήψη της ενόρκου καταθέσεως, να λάβει γνώση του περιεχομένου αυτής και να αποκρούσει αυτήν δια προσαγωγής κατά τη σχετική συζήτηση της υποθέσεως περί του αντιθέτου αποδεικτικών στοιχείων. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες του δράστη. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 περ. α’ του ΠΚ, "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε". Από την τελευταία αυτή διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν πρόκληση και παραγωγή στον άλλον της αποφάσεως για τη διάπραξη ορισμένου εγκλήματος που μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, όπως με προτροπές και παρακλήσεις, που έγιναν με πίεση, πειθώ ή φορτικότητα, υποκειμενικώς δε δόλος που συνίσταται στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως. Για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως επί του αποδοθέντος στον κατηγορούμενο εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας στην τέλεση αξιοποίνων πράξεων, δεν είναι αρκετό να αναφέρεται στην απόφαση μόνον ότι ο ηθικός αυτουργός με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε καθώς επίσης και ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο ίδιος (ηθικός αυτουργός) πέτυχε τον σκοπό του, όπως και ο βαθμός επίδρασης στον αυτουργό, αλλά πρέπει ακόμη να περιγράφεται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο η αξιόποινη πράξη την οποία με τις προτροπές κ.λπ. του ηθικού αυτουργού, διέπραξε ο αυτουργός, αφού προϋπόθεση του εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας είναι η τέλεση από τον αυτουργό του εγκλήματος στη διάπραξη του οποίου παρακινήθηκε.

Επίσης, η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει των εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος, από τον Αρειο Πάγο, της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 29/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, οι τέσσερις αναιρεσείοντες, κηρύχθηκαν, σε δεύτερο βαθμό, ένοχοι ψευδορκίας μάρτυρα, ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκίες μαρτύρων και απόπειρας απάτης αντίστοιχα και τους επιβλήθηκαν ποινές φυλακίσεως, ανασταλείσες επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την εκτίμηση των μνημονευομένων στο αιτιολογικό κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κατά πιστή μεταφορά πραγματικά περιστατικά: "Tην 19-2-02 συστήθηκε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... ......." και τον διακριτικό τίτλο "..." σκοπός της οποίας ήταν η παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας. Με την με αρ. 2021/27-6-02 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών που καταχωρήθηκε στο μητρώο Α.Ε. της Νομαρχίας Αθηνών η ως άνω εταιρεία μετονομάστηκε "... ..................................... ." και τον διακριτικό τίτλο "... .....". Μέτοχος της εταιρείας αυτής ήταν ο Α. Κ., Ε. Γ. και Ν. Κ. με ποσοστό 25%, 24% και 51% αντίστοιχα και μετοχές ..και ...αντίστοιχα. Στο Δ.Σ. της εταιρείας μετείχαν και οι τρείς παραπάνω μέτοχοι και μάλιστα ο Ν. Κ. ως πρόεδρος και οι λοιποί ως διευθύνοντες σύμβουλοι της εταιρείας την οποία και εκπροσωπούσαν οι δύο τελευταίοι. Την 11-4-03 ο Α. Κ. παραιτήθηκε από μέλος του Δ.Σ. και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας. Αρχή Μαΐου 2003 δε αρχίζει διαπραγμάτευση για την πώληση των 1000 μετοχών του στην πολιτικώς ενάγουσα αντί ποσού συνολικά 120.000 ευρώ. Κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων η πολιτκώς ενάγουσα και προκειμένου να αγοράσει τις μετοχές εξέδωσε εις διαταγή της δύο τραπεζικές επιταγές (με αρ. ...) ποσού 20.000 και 100.000 ευρώ αντίστοιχα με ημερομηνία έκδοσης 6-5-2003 πληρωτέες από τον λογαριασμό που τηρούσε στην τράπεζα "... bank". Τις επιταγές αυτές οπισθογράφησε νόμιμα στον τέταρτο κατηγορούμενο, ο οποίος και τις εισέπραξε αφού τις εμφάνισε νόμιμα στην πληρώτρια τράπεζα. Η πώληση όμως τελικά ματαιώθηκε αλλά ο τέταρτος κατηγορούμενος αρνήθηκε να επιστρέψει στην πολιτικώς ενάγουσα το ποσό των 122.000 ευρώ που του είχε καταβάλει. Για τον λόγο αυτό η πολιτικώς ενάγουσα Ε. Γ. άσκησε κατά του τέταρτου κατηγορουμένου την από 5-5- 06 με αρ. κατάθεσης ./06 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί αυτός να της καταβάλει το παραπάνω ποσό κατά το οποίο έχει καταστεί αδικαιολόγητα πλουσιότερος. Το Δικαστήριο εκείνο με την με αρ. 3292/2011 απόφασή του δέχτηκε την αγωγή αυτή. Με την με αρ. ........ 695/13 απόφαση του Εφετείου Αθηνών απορρίφθηκε η κατά της παραπάνω απόφασης ασκηθείσα από τον τέταρτο κατηγορούμενο έφεση. Τα παραπάνω Δικαστήρια δέχτηκαν ως βάσιμους στην ουσία τους, τους ισχυρισμούς της πολιτικώς ενάγουσας. Απέρριψαν ως αβάσιμους στην ουσίας τους τους ισχυρισμούς του τέταρτου κατηγορουμένου που συνίστατο στο ότι το ποσό των 120.000 ευρώ ουδέποτε καταβλήθηκε σ’ αυτόν για την αγορά των μετοχών του στην προαναφερθείσα εταιρεία και ότι ο λόγος καταβολής του είναι ότι ο ίδιος κατέβαλε εξ ιδίως διάφορα χρέη της εταιρείας προς τρίτους συνολικού ύψους 339.367,74 ευρώ, κατά τη συμφωνία όλων των παραπάνω εταίρων της εταιρείας όφειλαν οι λοιποί εταίροι να του καταβάλουν από το ποσό αυτό μέρος ανάλογο με το στην εταιρεία ποσοστό τους. Ετσι η Ε. Γ. όφειλε 81.448.25 ευρώ και ο Ν. Κ. 173.077,54 ευρώ. Ότι από το ποσό των 120.000 ευρώ που του κατέβαλε η πολιτικώς ενάγουσα 60.000 κατέβαλε έναντι της ως άνω οφειλής της και 60.000 αφορούσαν καταβολή έναντι της πιο πάνω οφειλής του Ν. Κ. Τέλος με την με αρ. 1957/14 απόφαση του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε η αίτηση αναίρεσης της με αρ. 695/2013 απόφασης (βλ. το με αρ. ../14 πιστοποιητικό γραμματέα Αρείου Πάγου). Στην πιο πάνω δίκη και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέθεσε ως μάρτυρας ο πρώτος κατηγορούμενος τα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας προσκομίστηκαν δε οι με αρ. ........./09 και ../09 ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν από την δεύτερη και τρίτη των κατηγορουμένων αντίστοιχα με το περιεχόμενο που αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας και μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων του τετάρτου κατηγορουμένου με τις με αρ. .../09 και .../09 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Η. Κ.). Οι ίδιες κατηγορούμενες βεβαίωσαν ενόρκως γεγονότα όπως αντίστοιχα αναφέρονται στο διατακτικό και με τις με αρ. ..../09 και ..../09 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις τους που προσκομίστηκαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά την συνεδρίαση της 31-10-13 και λήφθησαν υπόψη κατόπιν κλήτευσης αντιδίκων του τέταρτου κατηγορουμένου (βλ. τη με αρ. 7122/13 απόφαση του πιο πάνω δικαστηρίου). Τα παραπάνω όμως κατατεθέντα από τον πρώτο και βεβαιωθέντα από τις λοιπές ήταν ψευδή. Τούτο προκύπτει από την σαφή και κατηγορηματική κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας και τον μάρτυρα Α. ενισχύεται δε και από τα ακόλουθα: 1) ο Α. Κ. όπως ήδη αναφέρθηκε παραιτήθηκε από μέλος του Δ.Σ. την 11-4-03. Την βούλησή του αυτή γνωστοποίησε στον Ν. Κ. με την από 11-4-03 εξώδικη δήλωση παραίτησής του στην οποία όμως καμία μνεία δεν κάνει για την επικαλούμενη απ’ αυτόν παραπάνω συμφωνία περί επιμερισμού των χρεών της εταιρείας μεταξύ των εταίρων (καταρτισθείσα την ίδια ημέρα κατά τους ισχυρισμούς του) 2) ορισμένα από τα επί μέρους χρέη της εταιρείας που συμπεριλαμβάνονται στο ποσό των 339.367,74 ευρώ αφορούν καταβολή που έγινε εις χρόνο μεταγενέστερο της συμφωνίας (επικαλούμενη) και μάλιστα κάποια απ’ αυτά και με την αποχώρηση της πολιτικώς ενάγουσας τον Αύγουστο 2004. Δεν είναι δε λογικό να έδωσε η πολιτικώς ενάγουσα στον τέταρτο κατηγορούμενο την 5-5-2003 το ποσό των 120.000 ευρώ για την κάλυψη αγνώστων μέχρι τότε αναγκών της ανώνυμης εταιρείας που θα δημιουργούνταν μεταγενέστερα. Αλλωστε δεν δικαιολογείται η καταβολή 60.000 ευρώ με επιταγή της πολιτικώς ενάγουσας για λογαριασμό του Ν. Κ. Τα παραπάνω έγιναν δεκτά και με την με αρθ. 695/13 απόφαση του Εφετείου Αθηνών που έκανε δεκτή στην ουσία της την προαναφερθείσα αγωγή της πολιτικώς ενάγουσας. Οι τρείς πρώτοι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι αυτοί κατέθεσαν ότι τον μετέφερε ο τέταρτος κατηγορούμενος και ότι δεν είχαν ίδια αντίληψη των γεγονότων και συνεπώς δεν γνώριζαν αν τα γεγονότα που κατέθεσαν ήταν ψευδή. Ο ισχυρισμός του αυτός δεν αποδεικνύεται. Η δεύτερη ως κόρη του τέταρτου κατηγορουμένου και όλοι ως στενοί και έμπιστοι συνεργάτες του γνώριζαν τα της λειτουργίας της κλινικής και την διαμορφωθείσα κατάσταση. Μάλιστα καίτοι ισχυρίζονται ότι η γνώση τους επί των σχετικών θεμάτων προείρχετο αποκλειστικά από τις διαβεβαιώσεις του τέταρτου κατηγορουμένου αναφέρθηκαν και σε γεγονότα για τα οποία είχαν προσωπική αντίληψη. Ειδικότερα μεταξύ άλλων κατέθεσαν ο πρώτος: ότι η εταιρεία ... δεν λειτουργούσε όπως και ο ίδιος είχε διαπιστώσει (βλ. τα από 13-1-11 πρακτικά). Η δεύτερη απολογούμενη ότι η ίδια έβλεπε ότι δεν υπήρχαν πελάτες. Στην δε ένορκη βεβαίωση με αρ. .../09 αναφέρει μεταξύ άλλων "διατέλεσα μέλος του Δ.Σ. της εταιρείας αυτής και έτσι έχω άμεση γνώση των προβλημάτων που προέκυψαν από την λειτουργία και τη δράση της εταιρείας, τη θέση και τις αποφάσεις των μετόχων για την αντιμετώπισή τους. Η τρίτη που είχε προσωπική αντίληψη για το τι πλήρωνε και καταλήγει ότι για τα ποσά που οφείλουν οι άλλοι "μάλλον θα το είχε ακούσει" χωρίς να αναφέρεται με σαφήνεια σε τυχόν από τρίτους πληροφορίες της.

Συνεπώς οι τρείς πρώτοι εν γνώσει τους κατέθεσαν ψέμματα εξεταζόμενοι ενόρκως όπως παραπάνω και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι. Ο τέταρτος κατηγορούμενος στην Αθήνα την 13-1-11 και 24-9-09 έπεισε τους λοιπούς με πρόθεση με προτροπές και παραινέσεις να καταθέσουν ο μεν πρώτος τα όσα ψευδή κατέθεσε την 13-1-11 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών όπως αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας οι δε λοιπές όσα περιέχονται στις με αρ. .../09 και .../.. αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις τους όπως επίσης αναφέρονται στο διατακτικό της παρούς αφού μάλιστα οι παραπάνω κανένα λόγο δεν είχαν να προβούν στις προαναφερθείσες καταθέσεις που εξυπηρετούσαν μόνο τα συμφέροντα του τέταρτου κατηγορουμένου. Τέλος ο τελευταίος την 3-1-11 κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών το δικόγραφο των προτάσεων του προς κατάρριψη της πιο πάνω αγωγής της πολιτικώς ενάγουσας στο οποίο ισχυρίστηκε όσα προαναφέρθηκαν σχετικά με την αιτία του χρέους των 120.000 ευρώ και τη συμφωνία των μετόχων για επιμερισμό των χρεών της εταιρείας προσκομίζοντας ως σχετικά τις με αρ. ...../.. και ....../.. πιο πάνω ένορκες βεβαιώσεις της 2ης και 3ης των κατηγορουμένων και εξετάζοντας ως μάρτυρα στο ακροατήριο των πρώτο κατηγορούμενο προς απόδειξη των ψευδών ισχυρισμών του με σκοπό να παραπλανήσει τους δικαστές ως προς την αλήθεια των ισχυρισμών του ώστε να απορριφθεί η από 5-5-06 αγωγή της πολιτικώς ενάγουσας γεγονός που θα προκαλέσει βλάβη στην περιουσία ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας αντιστοιχούσας στην οριστική απώλεια του ποσού των 120.000 ευρώ. Η πράξη του αυτή δεν ολοκληρώθηκε επειδή οι δικαστές δεν πείστηκαν από τους ισχυρισμούς του αλλά αντιθέτως έκριναν βάσιμους τους ισχυρισμούς της πολιτικώς ενάγουσας και της επιδίκασαν το ποσό των 120.000 δρχ.

Συνεπώς ο 4ος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για τις προαναφερθείσες πράξεις όπως στο διατακτικό. Τέλος σύμφωνα με όλα τα προαναφερθέντα πρέπει να απορριφθεί ο περί πραγματικής πλάνης ισχυρισμός των τριών πρώτων κατηγορουμένων".

Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, την από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς επιλεκτική εκτίμηση αποδεικτικών μέσων και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων ψευδορκίας μάρτυρα, ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκίες μαρτύρων και απόπειρας απάτης αντίστοιχα, για τις οποίες καταδικάσθηκαν αντίστοιχα οι τέσσερις αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, εκθέτει τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1, 46, 94, 98, 224 παρ. 1, 386 παρ. 1 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία και να στερήσει έτσι την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξέθεσε με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των ως άνω πλημμελημάτων και δεν απαιτείτο για την πληρότητα της αιτιολογίας ειδική αξιολόγηση, συσχετισμός και συγκριτική στάθμιση των επί μέρους αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποίο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσεως.

Οσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, α) επαρκώς και εμπεριστατωμένα αιτιολογείται ότι τα από τους τρεις πρώτους κατηγορουμένους κατατεθέντα και τα περιλαμβανόμενα στις χρησιμοποιηθείσες εκ μέρους του τετάρτου κατηγορουμένου ηθικού αυτουργού - εναγομένου στην τακτική πολιτική δίκη - σε αγωγή της πολιτικώς ενάγουσας, ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, είναι ψευδή, αναφέρεται δε ότι η αστική δίκη κατέληξε σε παραδοχή της σχετικής αγωγής της πολιτικώς ενάγουσας και απόρριψη των ισχυρισμών του εναγομένου, με τη με αρ. 3292/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και στη συνέχεια απόρριψη της εφέσεως του τετάρτου κατηγορουμένου- εναγομένου με τη με αρ. 695/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και απόρριψη της αναιρέσεως του ιδίου με τη με αρ. 1957/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, β) αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα ο δόλος των τριών φυσικών αυτουργών της ψευδορκίας, ήτοι από πού προκύπτει ότι αυτοί τελούσαν σε γνώση της αναλήθειας των ψευδών περιστατικών που κατέθεσαν, αιτιολογείται δε επαρκώς και ο δόλος του ηθικού αυτουργού για την προτροπή στην τέλεση της συγκεκριμένης πράξης, ήτοι από που προκύπτει ότι, κατά την κατάπειση των φυσικών αυτουργών, ο εναγόμενος στη δίκη - τέταρτος κατηγορούμενος ηθικός αυτουργός τελούσε εν γνώσει του ψεύδους των κατατεθέντων γεγονότων. Αναφέρεται ειδικότερα στο αιτιολογικό ότι οι κατηγορούμενοι τελούσαν σε γνώση της αναλήθειας των υπ αυτών ψευδών κατατεθέντων και ότι η γνώση τους αυτή, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, εκτός από τις διηγήσεις του τετάρτου συγκατηγορουμένου τους ηθικού αυτουργού θεμελιώνεται και σε προσωπική αντίληψη των ιδίων, που στο αιτιολογικό εξειδικεύεται για καθένα φυσικό αυτουργό ψευδορκίας χωριστά, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση αυτή, περιστατικών, γ) εκτίθενται στο αιτιολογικό τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνάγεται ότι δεν συνέτρεξε η προβληθείσα από τους κατηγορουμένους πραγματική πλάνη επί των συγκεκριμένων ψευδών περιστατικών που κατέθεσαν ενόρκως, δ) αναφέρεται ότι οι ένορκες βεβαιώσεις δόθηκαν νομότυπα, αφού είχεν προηγηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ., νόμιμη κλήτευση των αντιδίκων εκείνου που είχε την επιμέλεια της καταθέσεως, του τέταρτου κατηγορουμένου - εναγομένου, αναφέροντας και τα σχετικά αποδεικτικά κλητεύσεως για τις δύο πρώτες με αρ. .... ..../2009 ένορκες βεβαιώσεις και με νόμιμη κλήτευση παρομοίως, του τέταρτου κατηγορουμένου- εναγομένου, αναφέροντας τη με αρ. 7122/2013 αναγνωσθείσα απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείο Αθηνών, άλλης δίκης των ιδίων διαδίκων, όπου προσκομίστηκαν οι βεβαιώσεις και οι σχετικές εκθέσεις επιδόσεως των αντιδίκων, όσον αφορά τις έτερες δύο με αρ. ...... /2009 ένορκες βεβαιώσεις και έτσι και οι τέσσερις αυτές ένορκες βεβαιώσεις δευτέρου και τρίτου κατηγορουμένου - αναιρεσειόντων, συνιστούν υποστατό και νόμιμο αποδεικτικό μέσο, παραδεκτά ανεγνώσθηκαν στο ακροατήριο και στοιχειοθετείται το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρος για όσα περιστατικά περιέχονται σ’ αυτές και δεν ήταν αναγκαία η αναφορά άλλων επί πλέον στοιχείων κλητεύσεως των αντιδίκων του τετάρτου κατηγορουμένου, αρκεί δε και η αναφορά διαπίστωσης από το ποινικό δικαστήριο της ουσίας ότι έχει προηγηθεί, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 270 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ., νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που είχε την επιμέλεια της καταθέσεως. Η αναφορά δε στο αιτιολογικό των μη αναγνωσθεισών στο ακροατήριο εκθέσεων επιδόσεως για τη διαπίστωση της ως παραπάνω νόμιμης κλητεύσεως των αντιδίκων του τετάρτου κατηγορουμένου - εναγομένου στην αστική δίκη από την πολιτικώς ενάγουσα, δεν επάγεται καμία απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ποινικό δικαστήριο από τη μη ανάγνωσή τους στο ακροατήριο, γιατί το περιεχόμενό τους προκύπτει από τις αναγνωσθείσες στο ακροατήριο δικαστικές αποφάσεις με αριθμούς 7122/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 3292/2011 Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 695/2013 Εφετείου Αθηνών, που συνεκτίμησαν τις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις, κρίνοντας αυτές ότι έγιναν μετά νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου, αναφέροντας και τις σχετικές εκθέσεις επιδόσεως. ε) δεν προκύπτει καμία ασάφεια ως προς τα κατατεθέντα από καθένα κατηγορούμενο ψευδή γεγονότα σε κάθε μία ένορκη βεβαίωση από τις συνεκτιμηθείσες τέσσερις βεβαιώσεις, ούτε ως προς τη πηγή γνώσεως κάθε κατηγορουμένου, στ) ορθά, επαρκώς αιτιολογημένα και σύννομα η τρίτη κατηγορουμένη καταδικάστηκε για ψευδορκία μάρτυρος κατ’ εξακολούθηση, με επί μέρους πράξεις τελεσθείσες την 13-5-2009 και την 24-9-2009 και δεν πρόκειται για μία πράξη, ζ) αιτιολογείται επαρκώς ο δόλος του τετάρτου κατηγορουμένου ηθικού αυτουργού, με την αναφορά στο αιτιολογικό ότι αυτός "με προτροπές και παραινέσεις έπεισε τους λοιπούς να καταθέσουν τα κατατεθέντα ψευδή γεγονότα, αφού οι παραπάνω (φυσικοί αυτουργοί) δεν είχαν κανένα λόγο να προβούν στις προαναφερθείσες καταθέσεις που εξυπηρετούσαν μόνον τα συμφέροντα του τέταρτου κατηγορουμένου" και δεν ήταν αναγκαία η αναφορά και άλλων περιστατικών, ούτε ο ειδικότερος προσδιορισμός του βαθμού επιδράσεως των προτροπών και παραινέσεων αυτών στους φυσικούς αυτουργούς, αλλά ούτε και ο βαθμός εξαρτήσεως των τελευταίων από τον ηθικό αυτουργό και η) επαρκώς αιτιολογείται η απόπειρα απάτης σε αστικό δικαστήριο του τετάρτου κατηγορουμένου, με τον ισχυρισμό με τις έγγραφες προτάσεις του, όσων ψευδών κατέθεσαν οι άνω μάρτυρές του και με την προσκόμιση ψευδών ως παραπάνω αποδεικτικών μέσων των ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων, που τελικά απώλεσε την αστική δίκη, που απέβη υπέρ της ενάγουσας και νυν πολιτικώς ενάγουσας, με τις προαναφερθείσες πολιτικές αποφάσεις.

Επομένως, όλοι οι σχετικοί από τα άρθρα 171 παρ. 1, 358, 364, 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ , Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ και 6 της ΕΣΔΑ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται αντίστοιχα, η απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας για στέρηση υπερασπιστικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, όσον αφορά τη χρήση ως αποδεικτικού μέσου των ανωτέρω ενόρκων βεβαιώσεων, που νόμιμα προσκομίστηκαν σε αστική δίκη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και συνεκτιμήθηκαν, από τον εναγόμενο - τέταρτο κατηγορούμενο, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την ενοχή των κατηγορουμένων για όλες τις αξιόποινες πράξεις και για την απόρριψη του προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού τους περί πραγματικής πλάνης, η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και η έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Ολες οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, με το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας και για εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων και για μη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, όπως της από 4-8-2005 αναγνωσθείσας βεβαιώσεως της ...... Τράπεζας, πλήττουν την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου της ουσίας και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο ανάγκη, για την πληρότητα της αιτιολογίας, ειδική αξιολόγηση, συσχετισμός και συγκριτική στάθμιση όλων των επί μέρους αποδεικτικών μέσων.

Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176, 183 ΚΠολ.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τη με αριθμό εκθ. 99/2-6-2015 αίτηση - δήλωση των Ι. Τ. του Π., Χ. Κ. του Α., Σ. Ρ. του Φ. και Α. Κ. του Ε., περί αναιρέσεως της με αριθμό 29/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.

Και.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ τον καθένα και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2015.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Ιανουαρίου 2016.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.