Αριθμός 511/2016

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2’ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Τσόλα, Δημήτριο Κράνη, Αντώνιο Ζευγώλη και Γεώργιο Κοντό, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 9 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Κ. του Α. και 2) Δ. Κ. του Θ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κουτρουμπούση.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Γ. Ψ. του Ε., 2) Ε. Ψ. του Γ. και 3) Ε. Ψ. του Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Παναγόπουλο και 4) Π. Σ. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδριανό Διακάτο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-3-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1006/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 723/2014 του Εφετείου Πειραιώς.

Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητάν οι αναιρεσείοντες με την από 14-1-2014 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Γεώργιος Κοντός, ανέγνωσε την από 29-10-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β’ , 914 και 932 του Α.Κ., προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης; προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστου και της επελθούσης, περιουσιακής ή μη, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της εννόμου τάξεως. Αιτιώδης σύνδεσμος τέλος υπάρχει, όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (αρθρ. 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.) η φερομένη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως (αρθρ. 298 Α.Κ.) ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και πράγματι επέφερε (Α.Π.252/2013). Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ. σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 147-149 Α.Κ. και 386 Π.Κ. προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως σε αποζημίωση αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον την εσφαλμένη αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως ή σε επιχείρηση πράξεως από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενομένη δήλωση βουλήσεως ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρισίμων γεγονότων αναγομένων στο παρόν, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (Α.Π. 41/2010). Ειδικότερα η απατηλή συμπεριφορά συνίσταται, είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ’ αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφωτίσεώς του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος ή επιχειρούντος την πράξη και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση ή του ωφελουμένου από την πράξη (Α.Π.541/2012). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ.: "Αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών". Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση δε που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, τα οποία ανελέγκτως δέχθηκε ως αποδειχθέντα το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν προφανή την παραβίαση. Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., "Αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". Ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμον αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα , και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της αποφάσεως, ώστε στο πλαίσιο της διατάξεως του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο λόγος αυτός αναιρέσεως ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικώς τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων.

Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση του, δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία μέρος, τα εξής: " Οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσείοντες) είχαν συστήσει... τη ναυτική εταιρία...και εκμεταλλεύονταν το ..... πλοίο με το όνομα...στη γραμμή ..., στην Πάτρα. Κατά το μήνα Οκτώβριο 2004 ανέθεσαν στον πρώτο εναγόμενο (ήδη πρώτο αναιρεσίβλητο), ο οποίος είναι ναυπηγός-μηχανολόγος, με τον οποίον γνωρίζονταν από το έτος 1990, είχαν άριστη επαγγελματική συνεργασία και διατηρούσαν... κοινωνική σχέση, την έρευνα για τη μετασκευή του άνω πλοίου τους σε φορτηγό...Μετά από ενδελεχή μελέτη των τεχνικών δυνατοτήτων της μετασκευής... διαπίστωσαν...ότι αυτή ήταν...ασύμφορη, οπότε αποφάσισαν να ασχοληθούν με νέα επιχειρηματικά σχέδια που συνίσταντο στην επέκταση των δραστηριοτήτων τους σε άλλες ακτοπλοϊκές γραμμές και συγκεκριμένα σε αυτήν του ... Κόλπου. Για το λόγο αυτό απευθύνθηκαν και πάλι στον πρώτο εκ των εναγομένων, τον οποίον ενημέρωσαν για το ενδιαφέρον που ........ επέδειξε ο Δήμαρχος του Δήμου .............Φθιώτιδος, να συνδεθεί ατμοπλοϊκώς ο ... κόλπος... Έτσι, ο πρώτος εναγόμενος, που... διέθετε παράλληλα μεγάλη επαγγελματική εμπειρία στο χώρο, εκδήλωσε...το ενδιαφέρον του να συμμετάσχει...στην υλοποίηση του επιχειρηματικού τους σχεδίου, που κυρίως εξηρτάτο από τη χρηματοδότηση για την αγορά πλοίων. Στα πλαίσια του επιχειρηματικού τους σκοπού...τους δήλωσε πως διαθέτει πολλές και σημαντικές γνωριμίες, όπως τους τότε Προέδρους και Διευθύνοντες Συμβούλους της ....... Τράπεζας της Ελλάδος...,τις οποίες μπορούσε να αξιοποιήσει, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί το επιχειρηματικό τους σχέδιο..., για να εξασφαλίσουν τα προς τούτο απαιτούμενα κεφάλαια. Επί πλέον, ο ίδιος εναγόμενος μερίμνησε και συναντήθηκαν με τον τότε Υπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε...για να ενημερωθούν σχετικά με τον προγραμματισμό στο ... Κόλπο. Προϋπόθεση, ωστόσο, για την δανειοδότηση τους...ήταν η συγκέντρωση ποσού...1.000.000 €, ώστε να εμφανίζονταν...ως αξιόχρεοι ... επιχειρηματίες. Το ποσό τούτο θα αποτελούσε συγχρόνως, κατά τη συμφωνία τους, το κεφάλαιο της μέλλουσας να συσταθεί εταιρίας για την εκμετάλλευση του πλοίου, εξ αυτού δε το ήμισυ, ήτοι 500.000 €, θα αποτελούσε την εισφορά των εναγόντων σε αυτήν, ενώ κατά το λοιπό 50% θα συμμετείχε εκείνος (πρώτος εναγόμενος), μαζί με τα τέκνα του δεύτερο και τρίτη των εναγομένων (ήδη δεύτερο και τρίτη των αναιρεσιβλήτων). Έτσι, οι ενάγοντες για τον ανωτέρω σκοπό άρχισαν να καταθέτουν σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό των τριών πρώτων εκ των εναγομένων τα χρηματικά ποσά, που τους ζητούσε ο πρώτος, προκειμένου να προχωρεί η διαπραγμάτευση δανειοδότησης...Ακολουθώντας τη συμβουλή του πρώτου εναγομένου, οι σύζυγοι των εναγόντων, με την προσωπική εγγύηση των τελευταίων, έλαβαν στεγαστικά και επισκευαστικά δάνεια 200.000 και 175.000 €, αντίστοιχα, από την τράπεζα "...................." στις 23.9.2005 και στις 26.6.2006, τα οποία εξασφαλίστηκαν με προσημειώσεις υποθήκης επί ακινήτων ιδιοκτησίας αυτών(συζύγων). Τα χρήματα, που σταδιακά παρέδιδαν στον πρώτο εναγόμενο οι ενάγοντες, για τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, είχαν ρητά συμφωνήσει με αυτόν ότι, ανεξάρτητα από την επίτευξη ή μη του επιχειρηματικού τους σκοπού, θα επιστρέφονταν σε αυτούς..., καθόσον αναμενόταν η χρηματοδότηση από τις τράπεζες, οπότε θα καλύπτονταν τα αναγκαία κεφάλαια των εταιριών. Περί τις αρχές του μηνός Φεβρουάριου 2005, ο πρώτος εναγόμενος πληροφόρησε τους ενάγοντες ότι οι διαδικασίες της χρηματοδότησης για την αγορά των πλοίων προχωρούσαν κανονικά και οι τράπεζες επρόκειτο να εγκρίνουν τα σχετικά δάνεια, γεγονός που δεν αποδείχθηκε ψευδές. Ενόψει των ανωτέρω, τους ζήτησε, να καταβάλουν σε τραπεζικό λογαριασμό που είχε ανοίξει για το σκοπό αυτό με τον δεύτερο και την τρίτη εκ των εναγομένων, το ποσό των 50.000 € έκαστος, και συνολικά το ποσό των 100.000 €, προκειμένου να εμφάνιζε το ποσό στους αρμοδίους των τραπεζών, αλλά και σε άλλους...επενδυτές..., ώστε να αποδεικνύεται η φερεγγυότητα και η αξιοπιστία ...του έναντι αυτών, το δε ποσό αυτό θα κάλυπτε προσωρινά τη συνεισφορά των... στην υπό ίδρυση ναυτική εταιρία.

Έτσι, οι ενάγοντες κατέβαλαν στις 23.2.2005 στο με αριθμό ... κοινό ως άνω...λογαριασμό στην Τράπεζα ............ , το ποσό των 100.000 € συνολικά, ήτοι 50.000 € έκαστος εξ αυτών. Το μήνα Σεπτέμβριο 2005, οι ενάγοντες μετά από επαφές που είχαν με τους αρμοδίους υπουργούς και υφυπουργούς διαπίστωσαν ότι το σχέδιο τους για τη δρομολόγηση πλοίου στο ... Κόλπο δεν μπορούσε να υλοποιηθεί..., οπότε το ενδιαφέρον τους στράφηκε στη γραμμή που θα συνέδεε την Τουρκία με την Ελλάδα (Τσεσμέ - Λαύριο) και ακολούθως με την Ιταλία (Πάτρα - Ανκώνα ή Μπάρι)...και τούτο μετά από επικοινωνία που είχε ο δεύτερος των εναγόντων με γνώστες των δεδομένων των σχετικών με την ευόδωση του επιχειρηματικού σκοπού. Την πρόθεσή τους αυτή γνωστοποίησαν στον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος τους επισήμανε πως η χρηματοδότηση αυτού του σχεδίου θα ήταν ευχερέστερη, οπότε συνεχίστηκε η αναζήτηση πλοίων για αγορά. Ο πρώτος εναγόμενος έλαβε έτσι από τους ενάγοντες εκ νέου χρήματα για τη συνεισφορά τους στις υπό σύσταση εταιρείες - πλοιοκτήτριες των πλοίων, που επρόκειτο να αγοράσουν και συγκεκριμένα στις 20-2-2006 του κατέβαλαν οι ενάγοντες επί πλέον το ποσό των 50.000 €, ήτοι 25.000 € έκαστος εκ των εναγόντων στην Τράπεζα ............ στον με αριθμό ... ...λογαριασμό... Οι ενάγοντες, συνέχισαν τις προσπάθειες τους να ανεύρουν φορτηγά πλοία...για αγορά, οπότε ο πρώτος εκ των εναγομένων τους γνώρισε τον Γ. Α. καθηγητή της Σχολής Εμποροπλοιάρχων...στον Ασπρόπυργο Αττικής, ο οποίος δήλωσε πως ενδιαφερόταν να συμμετάσχει στην επιχείρηση. Τέλος, τον Ιούνιο 2006, ο πρώτος εκ των εναγομένων γνώρισε στους ενάγοντες και τον τέταρτο εκ των εναγομένων (ήδη τέταρτο) αναιρεσίβλητο, επιχειρηματία, ο οποίος είχε γνωριμίες και σχέσεις με ανώτατα στελέχη τραπεζών. Ο τελευταίος, δηλώνοντας τη σοβαρή πρόθεση του να συνδράμει στην υλοποίηση του επιχειρηματικού σχεδίου, μεσολάβησε και συνάντησαν οι ενάγοντες τον Διευθυντή Ναυτιλιακών Εργασιών της .......Δ. Β.. Οι ενάγοντες, από τον Σεπτέμβριο του έτους 2005 μέχρι το Νοέμβριο 2006, μαζί με τον Γ. Α., που ήταν έμπειρος στα ζητήματα επιλογής πλοίων, λόγω των γνώσεων που είχε από την επαγγελματική του ιδιότητα, άρχισαν να αναζητούν πλοία για αγορά. Για το λόγο αυτό μετέβησαν στις Φιλιππίνες, στην Κορέα και στη ... της Γαλλίας... Στις 27-11-2006 οι ενάγοντες, έχοντας λάβει αφενός τη διαβεβαίωση του πρώτου εκ των εναγομένων ότι και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι συνεργάτες του συμφωνούσαν απολύτως για την αγορά των πλοίων "...", τα οποία είχαν υποδειχθεί στον πρώτο ενάγοντα, στις Φιλιππίνες...υπέβαλαν με fax μέσω του πρώτου εναγομένου την πρόταση τους για την αγορά των εν λόγω πλοίων έναντι συμφωνηθέντος τιμήματος 37.000.000 δολ. ΗΠΑ, ακολούθησαν δε διαπραγματεύσεις των εναγόντων και του πρώτου εναγομένου με τους πωλητές και άνοιγμα κοινού τραπεζικού λογαριασμού στην Τράπεζα ..... στη Μανίλα των Φιλιππίνων, όπου θα κατατίθετο ως προκαταβολή ποσοστό από 10% επί του άνω τιμήματος, ήτοι 3.700.000 δολ. ΗΠΑ. Οι συνεννοήσεις ελάμβαναν χώρα με ανταλλαγή επιστολών μέσω τηλεομοιοτυπιών (FAX) μεταξύ των διαδίκων και του άνω Νορβηγού μεσίτη... Ο πρώτος εναγόμενος εν τω μεταξύ συνέχιζε να ενημερώνει τους ενάγοντες για τις επαφές του και να βεβαιώνει πως η ... , συμφωνούσε με την επιλογή των πλοίων αυτών, πλην όμως, λόγω του ύψους του αιτουμένου ποσού του δανείου, θα απαιτούνταν κάποιες επί πλέον διαδικασίες, είχε δε υποβάλει και αίτημα δανεισμού με ποσό 35.000.000 €, το οποίο προσδοκούσε, μέσω των γνωριμιών του, να αυξήσει κατά 15.000.000 €, επί πλέον για μετασκευή των πλοίων. Στη συνέχεια οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι και οι ενάγοντες προχώρησαν στη σύσταση δύο ναυτικών εταιρειών, στις οποίες εκείνοι συμμετείχαν με ποσοστό 75%, εκπροσωπώντας και άλλους εταίρους, που δεν ήθελαν τυπικά να εμφανισθούν και ο Γ. Α. με ποσοστό 5%, οι δε ενάγοντες με το υπόλοιπο ποσοστό από 20%. Ειδικότερα, στις 7-2-2007 συνεστήθησαν δύο ναυτικές εταιρίες του ν. 959/1979 με την επωνυμία "..." η πρώτη και "..." η δεύτερη, αμφότερες με έδρα τα γραφεία των τριών πρώτων εναγομένων στον Πειραιά, με εταιρικό κεφάλαιο ιδίου ύψους ήτοι 5.000 €, διαιρούμενο σε 500 ονομαστικές μετοχές αξίας 10 € εκάστη και με ποσοστό συμμετοχής και στις δύο ο 1ος εναγόμενος 45% και με 225 μετοχές, ο δεύτερος και η τρίτη εξ αυτών με ποσοστό 15% και με 75 μετοχές έκαστος, ο Γ. Α. με ποσοστό 5% και 25 μετοχές και ο καθένας εκ των εναγόντων με 10% και 50 μετοχές. Η εκπροσώπηση και των δυο εταιριών ανατέθηκε στον πρώτο εναγόμενο..., δημοσιεύθηκαν δε αυτές και οι δύο στα Μητρώα Ναυτικών Εταιρειών του YEN την 14-2-2007. Την επομένη της ημερομηνίας κατάρτισης των συμφωνητικών σύστασης των...εταιρειών, οι ενάγοντες κατέβαλαν στις 8.2.2007, καθ’ υπόδειξη του πρώτου εκ των εναγομένων, στον με αριθμό ... κοινό τραπεζικό λογαριασμό τους στην Τράπεζα........ , το ποσό των 50.000 € έκαστος, και συνολικά, ποσό 100.000 €, με δικαιούχο την εταιρία "....". Λίγο αργότερα, οι πωλητές των πλοίων στις Φιλιππίνες ζήτησαν επιστολή επιβεβαίωσης της χρηματοδότησης από τη φερόμενη ως δανειοδοτούσα Τράπεζα, οπότε και ο πρώτος εναγόμενος ανακοίνωσε στους ενάγοντες ότι μέσω των ανθρώπων, που μεσολαβούσαν στη δανειοδότηση τους, του ζητήθηκαν πρόσθετα στοιχεία... Οι ενάγοντες, αφού συγκέντρωσαν τα εν λόγω στοιχεία ετοίμασαν νέα οικονομοτεχνική μελέτη ... για την έγκριση του δανείου, για το οποίο ο πρώτος εναγόμενος είχε υποβάλει σχετική αίτηση, όπως τους βεβαίωσε. Έχοντας και αυτή τη διαβεβαίωση.....(δεν διαψεύδετα)ι ο δεύτερος ενάγων κατέθεσε στις 24.5.2007, όπως του ζήτησε ο πρώτος εναγόμενος, ποσό 100.000 ευρώ, στον υπ’ αριθμ. ... κοινό λογαριασμό στην Τράπεζα ......... με όνομα πρώτου συνδικαιούχου αυτό του πρώτου εναγόμενου. Από το ποσό αυτό 50.000 ευρώ κατατέθηκαν για λογαριασμό του δευτέρου εκ των εναγόντων, το δε υπόλοιπο των 50.000 ευρώ για λογαριασμό του πρώτου εξ αυτών. Μετά την παραπάνω κατάθεση και επειδή δεν υπήρχε οποιαδήποτε εξέλιξη, ο πρώτος εναγόμενος ανακοίνωσε σε αυτούς, πως ο μέχρι τότε αφανής συνεταίρος του, αλλά και συνδετικός κρίκος με την ............Τράπεζα τέταρτος εκ των εναγομένων... μεσολάβησε για μια νέα συνάντηση τον Ιούλιο του έτους 2007 με το Διευθυντή Ναυτιλιακών Εργασιών της .... Δ. Β.. Η συνάντηση έλαβε χώρα και παραβρέθηκαν σε αυτήν οι ενάγοντες και ο Γ. Α., οπότε ο Δ. Β. τους πληροφόρησε πως το αίτημα τους για χορήγηση δανείου θα εξεταζόταν από το Κεντρικό Κατάστημα, ότι όλα εξαρτιόνταν από τη Διοίκηση της .... , και ότι εκείνος απλώς θα εισηγείτο σχετικά με τη χορήγηση του δανείου. Τον Δεκέμβριο του έτους 2007, ο τέταρτος εναγόμενος με το Γ. Α. συναντήθηκαν με τον Α. Τ., ο οποίος τους ενημέρωσε πως εξέταζαν το ζήτημα της δανειοδότησης. Ο τέταρτος εναγόμενος ενημέρωσε αργότερα τους ενάγοντες ότι η δανειοδοτούσα Τράπεζα καθυστερούσε την εκταμίευση, διότι ο πρώτος εναγόμενος ήταν καταχωρημένος στον κατάλογο οφειλετών με δυσμενή στοιχεία της "..." εξαιτίας οικονομικών εκκρεμοτήτων, για τις οποίες είχε ενημερωθεί το διατραπεζικό σύστημα. Πράγματι ο πρώτος εναγόμενος είχε εκδώσει στις 10.10.2005 μια επιταγή ποσού 15.000 € με κομιστή τον Ν. Π., η οποία δεν πληρώθηκε από την πληρώτρια ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, στη συνέχεια όμως εξοφλήθηκε, όπως βεβαιώνεται από την από 7.9.2007 προσαγόμενη με επίκληση δήλωση του κομιστή της Ν. Π.. Ενόψει της εμπλοκής αυτής, οι διάδικοι και ο Γ. Α., προκειμένου να κερδίσουν χρόνο μέχρι τη διαγραφή του πρώτου εναγομένου από την ..., αποφάσισαν την τροποποίηση της συνθέσεως του Δ.Σ. των δύο εταιριών, με τις επωνυμίες "..." και "..." χωρίς τη συμμετοχή του πρώτου εναγομένου σε αυτό, οπότε στις 21.2.2008 συντάχθηκαν τα με την αυτή ημερομηνία πρακτικά τα οποία υπογράφηκαν από όλους τους διαδίκους ήτοι και από τους ενάγοντες και από τον Γ. Α. και στα οποία ορίζεται ότι μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αυτών είναι οι ανωτέρω πλην του πρώτου εναγομένου και Πρόεδρος του ΔΣ ο δεύτερος εναγόμενος....Από τα πραγματικά αυτά περιστατικά, που αποδείχθηκαν πλήρως, συνάγεται ότι τόσο η βούληση των εναγόντων, όσο και του πρώτου εκ των εναγομένων ήταν να συσταθούν ναυτικές εταιρίες, οι οποίες και συνεστήθησαν, κατά τα προλεχθέντα, με σκοπό την εκμετάλλευση πλοίων, των οποίων την αγορά διαπραγματεύθηκαν για μεγάλο διάστημα και η οποία εν τέλει δεν ευοδώθηκε μέχρι τον ανωτέρω χρόνο, λόγω αδυναμίας λήψης τραπεζικού δανείου, εξαιτίας της καταχώρησης του πρώτου εναγομένου στον κατάλογο οφειλετών της "...". Το κώλυμα τούτο, όμως, μπορούσαν οι ενάγοντες και αποφάσισαν να υπερβούν με την έξοδο του πρώτου εναγομένου από τα Δ.Σ. των ναυτικών εταιριών, όπως ακολούθως συμφώνησαν, πλην όμως οι διαπραγματεύσεις της αγοράς πλοίων διεκόπησαν και οι ενάγοντες ζήτησαν την απόδοση του καταβληθέντος ποσού των 350.000 €. Επομένως, το ανωτέρω συνολικό ποσό εισέπραξε ο πρώτος εναγόμενος, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητεί εκείνος, όχι κατόπιν δόλιας συμπεριφοράς των εναγομένων, αλλά στα πλαίσια σοβαρής συμφωνίας τους για αγορά και εκμετάλλευση πλοίων και σύσταση ναυτικών εταιριών. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από το ότι αυτός προέβη σε όλες τις υποσχεθείσες ενέργειες με την αληθή βούληση της αγοράς και εκμετάλλευσης πλοίων, με τη συνδρομή σημαντικών προσώπων τα οποία πραγματικά γνώριζε και στα οποία απευθύνθηκε, οσάκις χρειάστηκε. Το ότι εκείνος ήταν καταχωρημένος στην "...", ακόμη και αν θεωρηθεί ότι το γνώριζε, δεν κρίνεται ως γεγονός ικανό να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ενεργούσε με σκοπό την εξαπάτηση και την περιουσιακή βλάβη των εναγόντων και τούτο, διότι αυτός είχε τη δυνατότητα να δραστηριοποιηθεί στο χώρο της ναυτιλίας μέσω των τέκνων του, δευτέρου και τρίτης εκ των εναγομένων, που ήσαν ενήλικοι και πτυχιούχοι ανωτάτων σχολών αφενός, αφετέρου δε, όπως επίσης πλήρως αποδείχθηκε, εκείνος, λόγω της επί 30ετία και πλέον ενασχόλησης του με τη ναυπηγική και της συνεργασίας του με μεγάλους εφοπλιστές και πλοιοκτήτες, (ενδεικτικά, είχε προσφέρει τις υπηρεσίες του στις επιχειρήσεις των Β., Μ., Κ. κλπ. και είχε εκπονήσει το Μάρτιο 2001 σημαντική μελέτη για τα Κοινοτικά και Εθνικά Προγράμματα Ανάπτυξης για την "..."), είχε επαγγελματικές σχέσεις με άτομα, που επιθυμούσαν να επενδύσουν στο συγκεκριμένο επιχειρηματικό σχέδιο. Εξάλλου, στη διάρκεια των τεσσάρων ετών είχε επιχειρήσει να κλείσει συμφωνία αγοράς και άλλων πλοίων, πέραν των προαναφερθέντων, και ειδικότερα ... Δεν αποδείχθηκε συνεπώς η κύρια βάση της αγωγής, αλλά αντίθετα αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος α) ενήργησε κατά τη συμφωνία του με τους ενάγοντες και είχε δυνατότητα χρηματοδότησης της επιχείρησης, β) οι ενάγοντες γνώριζαν τις συνήθεις πρακτικές δανειοδότησης στον επιχειρηματικό χώρο, αφού ήδη ασχολούνταν με τη ναυτιλία, και γ) αυτοί είχαν απόλυτα ενεργό συμμετοχή σε όλες ανεξαιρέτως τις διαπραγματεύσεις για την αγορά πλοίων, αντάλλασαν συστηματικά φαξ και επιστολές με τους πωλητές και τους μεσίτες, επικοινωνούσαν απευθείας με αυτούς και οι υποσχέσεις του πρώτου εναγομένου υλοποιούνταν. Το μόνο γεγονός που δεν γνώριζαν οι ενάγοντες ήταν η καταχώρηση του εναγομένου στην "..." εμπόδιο, που, όπως προελέχθη, μπορούσε να υπερκερασθεί και δεν αποτέλεσε το λόγο, που ματαιώθηκε ο επιχειρηματικός σκοπός των εναγόντων. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε κάποια εμπλοκή ούτε του δευτέρου ούτε της τρίτης εκ των εναγομένων, των οποίων η τοποθέτηση ως μέλη του Δ.Σ. των ναυτικών εταιριών και η τήρηση τραπεζικού λογαριασμού με συνδικαιούχους και αυτούς ήταν απολύτως δικαιολογημένη και αποτελεί τη συνήθη πρακτική σε παρόμοιες περιπτώσεις δανειοδότησης, σύμφωνα και με τα διδάγματα κοινής πείρας. Δεν αποδείχθηκε κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω συμπεριφορά εκ μέρους των εναγομένων τέτοια που να έτεινε να παραγάγει, να ενισχύσει ή να διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, αφού δεν προέκυψε ότι οι ενάγοντες αγνοούσαν γεγονότα των οποίων η αποκάλυψη σε αυτούς να ήταν επιβεβλημένη από την καλή πίστη ή από την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ των διαδίκων, όπως απαιτείται για τη θεμελίωση αδικοπραξίας... Ειδικότερα δε, όσον αφορά στον τέταρτο εναγόμενο αποδείχθηκε ότι σε αυτόν απευθύνθηκαν μόνο για να τους συστήσει τον ανωτέρω Δ. Β., με τον οποίον και πράγματι συναντήθηκαν και να βοηθήσει εν γένει στην προώθηση της λήψης των δανείων...". Ακολούθως το Εφετείο, δεχόμενο τις εφέσεις των εναγομένων εξαφάνισε την αντιθέτως κρίνασα πρωτόδικη απόφαση, δικάζοντας δε επί της αγωγής, απέρριψε αυτήν ως αβάσιμη, κατά την εξ αδικοπραξίας κυρία βάση της, ερευνώντας δε ακολούθως την μη εξετασθείσα πρωτοδίκως επικουρική εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση, δέχθηκε αυτήν ως προς τον πρώτο των αναιρεσιβλήτων, τον οποίο και υποχρέωσε να καταβάλλει εις έκαστον των αναιρεσειόντων νομιμοτόκως το ποσό των 175.000 €, ενώ ως προς τους λοιπούς απέρριψε και κατά την βάση της αυτή την αγωγή, δεχόμενο κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος τα εξής : "...αποδείχθηκε πλήρως ότι ο πρώτος εναγόμενος έλαβε, όπως και ο ίδιος ομολογεί το ποσό των 350.000 €, το οποίο κατέθεσαν οι ενάγοντες ισομερώς σε κοινό λογαριασμό των τριών πρώτων εναγομένων. Μετά τη ματαίωση του σκοπού για τον οποίο καταβλήθηκε τούτο, αφού παρήλθε ικανός χρόνος χωρίς να ολοκληρωθεί η σύμβαση αγοραπωλησίας πλοίων, δεν υφίσταται πλέον λόγος διατήρησης του πλουτισμού, ο οποίος πρέπει να αποδοθεί στους ενάγοντες. Πλήρως εξάλλου αποδεικνύεται η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πλουτισμού του υπόχρεου πρώτου εναγομένου, καθώς και της ζημίας των δικαιούχων εναγόντων. Το γεγονός ότι τα χρήματα κατετέθησαν σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό με δικαιούχους τους τρεις πρώτους εναγομένους δεν συνεπάγεται ότι κατέστησαν και οι τρεις πλουσιότεροι σε βάρος των εναγόντων, και τούτο διότι η ύπαρξη του κοινού λογαριασμού δεν σημαίνει ότι, χωρίς άλλο, οι περισσότεροι δικαιούχοι για την τραπεζική χρήση του είναι κατ’ ανάγκην και συνδικαιούχοι (συγκύριοι) της οικονομικής αξίας, που αντιπροσωπεύουν τα χρήματα που περιέχονται σε αυτόν... Περαιτέρω, οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι οι ενάγοντες το παραπάνω συνολικό ποσό των 350.000 ευρώ κατέβαλαν στον πρώτο εναγόμενο λόγω δανείου...δεν αποδεικνύεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο... Αντίθετα αποδείχθηκε ....ότι η καταβολή του άνω συνολικού ποσού έγινε στον πρώτο εκ των εναγομένων με σκοπό τη λειτουργία των ναυτικών εταιριών..".

Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές και την συνακόλουθη κρίση του περί της ουσιαστικής αβασιμότητος της αγωγής κατά την εξ αδικοπραξίας κύρια βάση της, το Εφετείο ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298 και 330 Α.Κ. σε συνδυασμό προς 386 Π.Κ., δεν στέρησε δε την απόφαση του νομίμου βάσεως, καθόσον διέλαβε σ’ αυτήν σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις, λογικά κενά και ενδοιαστικές διατυπώσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων, τις οποίες έτσι δεν παρεβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Εφετείου, γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αναιρούν την αποδιδομένη στους αναιρεσιβλήτους αδικοπρακτική ευθύνη και δη των μεν δευτέρου, τρίτης και τετάρτου εξ αυτών, διότι δεν υπήρξε ενεργός συμμετοχή τους στην επίμαχη συναλλαγή που να στοιχειοθετεί αδικοπρακτική συμπεριφορά τους έναντι των αναιρεσειόντων, του δε πρώτου, διότι δεν επέδειξε δόλια και απατηλή συμπεριφορά έναντι των τελευταίων και δεν παραπλάνησε αυτούς με ψευδή γεγονότα και απατηλές υποσχέσεις, αλλ’ αντιθέτως είχε αληθή πρόθεση και δυνατότητα συμμετοχής στο εκπονούμενο επιχειρηματικό σχέδιο των αναιρεσιβλήτων, προς την υλοποίηση του οποίου κατέτειναν οι ενέργειες του στα πλαίσια της μετ’ αυτών συμφωνίας του, ενώ η καταχώρηση του στον κατάλογο οφειλετών της "...", περί της οποίας δεν είχαν ενημερωθεί οι αναιρεσείοντες, δεν αποτελούσε, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, εμπόδιο για την συμμετοχή του στην επένδυση, αφού μπορούσε να υπερκερασθεί και δεν ήταν η αιτία ματαιώσεως του επιχειρηματικού σχεδίου. Επομένως ο περί του αντιθέτου τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον προσάπτονται στην προσβαλλομένη απόφαση πλημμέλειες εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., συνιστάμενες στην παραβίαση των ως είρηται ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, το πραγματικό των οποίων πληρούσαν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, αλλά και στην εκ πλαγίου παραβίαση των διατάξεων τούτων λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών επί των αναφερομένων σ’ αυτόν ζητημάτων, είναι αβάσιμος.

Επειδή, ο από το άρθρο 559 αριθ. 20 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως, για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται, αν το δικαστήριο υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου, με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν, από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία περίπτωση, πρόκειται για παράπονο, αναγόμενο στην εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως, θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό πόρισμά του αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε ως προς το αποδεικτέο γεγονός (Ολ.Α.Π. 1/1999). Επιπροσθέτως για το ορισμένο του λόγου αυτού αναιρέσεως πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο: α) το αληθές περιεχόμενο του φερομένου ως παραμορφωθέντος εγγράφου, ώστε εκ της συγκρίσεως του προς το γενόμενο δεκτό από την απόφαση να παρέχεται στον Άρειο Πάγο η δυνατότητα κρίσεως περί του αν υφίσταται διαγνωστικό σφάλμα, β) το γενόμενο δεκτό από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση διαφορετικό του αληθούς περιεχόμενο, γ) το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο για το ότι υπάρχουν ή όχι κρίσιμα πραγματικά γεγονότα και δ) ο ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο. Αν ο λόγος αναιρέσεως δεν περιέχει τα ανωτέρω αναφερόμενα στοιχεία, είναι αόριστος και ως εκ τούτου απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την εκ του άρθρου 559 αριθ. 20 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, συνιστάμενη ειδικότερα στο ότι το Εφετείο, δεχόμενο ότι η εκδοθείσα από τον πρώτο αναιρεσίβλητο, την 10.10.2005, επιταγή ποσού 15.000 € με κομιστή τον Ν. Π., η οποία δεν πληρώθηκε ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, εξοφλήθηκε όμως στη συνέχεια, όπως βεβαιώνεται από την από 7.9.2007 υπεύθυνη δήλωση του κομιστού της Ν. Π., παραμόρφωσε το περιεχόμενο της επιταγής και της υπευθύνου δηλώσεως, καθόσον από την ανάγνωση του κειμένου της επιταγής προκύπτει ότι ο ως άνω φερόμενος ως κομιστής της (Ν. Π.) δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη ή συμμετοχή σ’ αυτή, η οποία εξεδόθη από τον πρώτο αναιρεσίβλητο σε διαταγή της εταιρείας ..., η οποία την μεταβίβασε δι’ οπισθογραφήσεως , λόγω ενεχύρου, στην Τράπεζα Πειραιώς, από την οποία εμφανίσθηκε και δεν πληρώθηκε ελλείψει επαρκούς υπολοίπου. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος προεχόντως λόγω αοριστίας του οφειλομένης στο ότι δεν προσδιορίζεται στο αναιρετήριο αφ’ ενός μεν το περιεχόμενο της υπευθύνου δηλώσεως, αφ’ ετέρου δε το κατά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, περιεχόμενο της επίμαχης επιταγής και της υπευθύνου δηλώσεως, προκειμένου να κριθεί αν υφίσταται ή όχι διαγνωστικό σφάλμα. Σε κάθε περίπτωση όμως ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι αβάσιμος, διότι, τα έγγραφα των οποίων το περιεχόμενο φέρεται να έχει παραμορφωθεί από το Εφετείο δεν ήταν απαραίτητα για την διαμόρφωση του αποδεικτικού πορίσματος και την στήριξη του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως. Τούτο δε διότι η εκ των υστέρων πληρωμή της ρηθείσης επιταγής, δεν ασκεί, εν προκειμένω, έννομη επιρροή και μνημονεύεται εκ περισσού στην απόφαση, αφού κατά τις παραδοχές της , το όνομα του εκδότου της επιταγής πρώτου αναιρεσιβλήτου παρέμεινε και μετά την" πληρωμή, στον κατάλογο οφειλετών της "....", γεγονός το οποίο αποτελούσε μεν εμπόδιο για την δανειοδότηση του, μπορούσε όμως ευχερώς, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, να παρακαμφθεί για την υλοποίηση του επιχειρηματικού σχεδίου, η ματαίωση του οποίου δεν οφείλεται στο γεγονός τούτο. Επειδή, Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. γ’ του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται "αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για την ίδρυση του σχετικού λόγου αναιρέσεως αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, τα οποία, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 341 και 346 Κ.Πολ.Δ., το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη (Ολ.Α.Π. 2/2008). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την απόφαση ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίσθηκαν και των οποίων έγινε επίκληση. Συνήθως αρκεί προς τούτο η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολογήσεως καθενός και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Μη λήψη υπόψη, πάντως, δεν συνάγεται από μόνο το γεγονός ότι μνημονεύονται στην απόφαση ορισμένα μόνο από τα προσκομισθέντα με επίκληση έγγραφα όχι όμως και τα φερόμενα ως αγνοηθέντα. Εξάλλου ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., στον έλεγχο του Αρείου Πάγου.

Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλομμένη απόφαση η εκ της ως άνω διατάξεως του άρθρου 559 αριθμ. 11 γ’ Κ.Πολ.Δ., αιτίαση, υπό την έννοια ότι το Εφετείο, κατά την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, δεν έλαβε υπόψη νομίμως ενώπιον του προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύοντα την βασιμότητα της εξ αδικοπραξίας αξιώσεως των αναιρεσειόντων και ειδικότερα τα υπ’ αριθμ. 782/2012 και 31/2003 βουλεύματα των Συμβουλίων Πλημμελειοδικών και Εφετών αντιστοίχως, με τα οποία οι αναιρεσίβλητοι παρεπέμφθησαν αμετακλήτως, με τα ίδια περιστατικά, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς για απάτη οι τρεις πρώτοι και άμεση συνέργια στην ίδια πράξη ο τέταρτος και επίσης την από 3-4-2008 αίτηση των τριών πρώτων αναιρεσιβλήτων προς την ...... Τράπεζα για την χρηματοδότηση ποσού συνολικού ύψους 35.000.000 € για αγορά δύο πλοίων. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι από τη βεβαίωση του Εφετείου στην προσβαλλομένη απόφασή του ότι στην περί πραγμάτων κρίση του κατέληξε, από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και τα βουλεύματα, ιδιαιτέρως δε από τις σκέψεις και παραδοχές της αποφάσεως που αφορούν τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων προς απόδειξη των οποίων επικαλέσθηκαν τα προαναφερόμενα έγγραφα, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Εφετείο, κατά την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μετά των λοιπών αποδείξεων και τα αναφερόμενα ως αγνοηθέντα, ως άνω, έγγραφα.

Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση σχετικά με την αλήθεια ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα (αλλά και μόνον εκείνα), τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι.

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β’ Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενεργείας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του.

Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 Κ.Πολ.Δ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς "ισχυρισμών", έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητος του νομικού λόγου. Δεν είναι συνεπώς νόμιμη η κατ’ έφεση επίκληση εγγράφου, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, με ενσωμάτωση των προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων, στις προτάσεις της δευτεροβαθμίας δίκης. (Ολ. ΑΠ 23/2008). Δεν πρόκειται όμως για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγουμένης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (ΑΠ 224/2016). To δικαστήριο της ουσίας οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως αν για τα προσκομιζόμενα από διάδικο έγγραφα έγινε νόμιμη επίκληση στις προτάσεις του, όμως η οποιαδήποτε σχετική παράλειψη του και η λήψη τελικώς υπόψη εγγράφων που είτε δεν προσκομίσθησαν είτε προσκομίσθησαν, χωρίς νόμιμη επίκληση, ιδρύει το λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 559 τον αριθ.11β’ Κ.Πολ.Δ., μόνο αν το αντίστοιχο απαράδεκτο προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας από τον ήδη αναιρεσείοντα, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. εξαιρετικές περιπτώσεις. Μάλιστα για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει στο αναιρετήριο όχι μόνο να προσδιορίζεται το αποδεικτικό μέσο που ελήφθη υπόψη και ο λόγος για τον οποίο δεν έπρεπε να ληφθεί, αλλά και να εκτίθεται ότι το απαράδεκτο αυτό προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας από τον αναιρεσείοντα (Α.Π. 1058/2011, 839/2010). Τέλος, οι αποδείξεις που παρά το νόμο ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, πρέπει να είναι κρίσιμες για την απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ισχυρισμού των διαδίκων, αφού μόνο ένας τέτοιος ισχυρισμός καθίσταται αντικείμενο αποδείξεως (Ολ.Α.Π. 42/2002, Ολ. Α.Π. 911/2002).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την εκ του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. β’ Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο, σύμφωνα με την βεβαίωση του στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα λαμβάνοντας υπόψη μετά των λοιπών μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων και "τους εν γένει ισχυρισμούς των διαδίκων, όσους παραδεκτώς επανυποβάλλουν με τις προτάσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου...", μολονότι οι ισχυρισμοί αυτοί υπεβλήθησαν από τους αναιρεσείοντες απαραδέκτως, κατ’ άρθρο 240 Κ.Πολ.Δ., με ενσωμάτωση των πρωτοδικών προτάσεων τους στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απαράδεκτος προεχόντως λόγω της αοριστίας του, αφού δεν προσδιορίζονται οι ισχυρισμοί και οι ενστάσεις των αναιρεσειόντων που ελήφθησαν υπόψη χωρίς να έχουν νομίμως προβληθεί, επί πλέον δε διότι οι ισχυρισμοί των διαδίκων δεν αποτελούν αποδείξεις, ώστε να στοιχειοθετείται δια της απαραδέκτου λήψεως των υπόψη ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως. Περαιτέρω οι αναιρεσείοντες με τον αυτό ως άνω λόγο, προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την ιδία, ως άνω, αναιρετική πλημμέλεια υπό την έννοια ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη έγγραφα και δη την από 7-9-2007 υπεύθυνη δήλωση του Ν. Π. και την προρρηθείσα αίτηση χρηματοδοτήσεως ύψους 35.000.000€, τα οποία προσκομίσθησαν απαραδέκτως χωρίς νόμιμη επίκληση δια των προτάσεων, αλλά με ενσωμάτωση σ’ αυτές των πρωτοδικών προτάσεων. Και κατά το μέρος του αυτό ο ως άνω αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος, και ειδικότερα καθόσον αφορά την αίτηση χρηματοδοτήσεως ως απαράδεκτος λόγω αντιφάσεως του με τον προεκτεθέντα δεύτερο αναιρετικό λόγο με τον οποίο προσάπτεται στην απόφαση η από τον αριθμό 11 γ’ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. αντίθετη αναιρετική αιτίαση, ότι δηλαδή το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την συγκεκριμένη αίτηση χρηματοδοτήσεως. Αναφορικά δε με την από 7-9-2007 υπεύθυνη δήλωση και την επιταγή που αυτή αφορά, ο ίδιος λόγος είναι αβάσιμος, διότι, όπως ήδη εξετέθη ανωτέρω κατά την έρευνα του πρώτου λόγου αναιρέσεως, τα έγγραφα δεν ήταν κρίσιμα για την απόδειξη ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ισχυρισμού των διαδίκων.

Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ.8 του Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, οι θεμελιωτικοί, καταλυτικοί ή διακωλυτικοί ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, ασκουμένου με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις ή οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων. Περαιτέρω, κατά το άρθρου 559 αριθμ. 10 του Κ.Πολ.Δ., "αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στη δίκη, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη". Ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη γι’ αυτά (A.Π. 120/2011).

Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως μέμφονται την προσβαλλομένη απόφαση για πλημμέλειες εκ του άρθρου 559 αριθμ. 8, 10 και 19 Κ.Πολ.Δ., για την στοιχειοθέτηση των οποίων επικαλούνται μεταξύ άλλων και τα εξής: "Το Εφετείο δέχθηκε ότι ο 1ος των αναιρεσίβλητων υλοποίησε όσα μας είχε υποσχεθεί, μεταξύ δε των άλλων, ότι από το ποσό του ενός εκατομμυρίου...το ήμισυ, ήτοι 500.000 € θα αποτελούσε την εισφορά των εναγόντων στην μέλλουσα να συσταθεί εταιρεία, ενώ κατά το λοιπό 50% θα συμμετείχε εκείνος (πρώτος εναγόμενος), μαζί με τα τέκνα του...και ότι για την έγκριση του δανείου αυτός μας διαβεβαίωσε ότι είχε υποβάλει σχετική αίτηση, ότι οι διαδικασίες χρηματοδότησης για την αγορά των δύο πλοίων ... προχωρούσαν κανονικά, όπως μας διαβεβαίωνε παριστάνοντας ότι η Τράπεζα συμφωνούσε με την επιλογή των πλοίων αυτών και θα απαιτούνταν κάποιες επιπλέον διαδικασίες και δη νέα πρόσθετα στοιχεία, όπως και ότι ο 4ος εξ αυτών (ο οποίος ήταν αφανής συνεταίρος με τον 1° και ο μοναδικός συνδετικός κρίκος με την ....) μας ενημέρωσε ότι η χρηματοδοτούσα Τράπεζα καθυστερούσε (όχι την έγκριση) αλλά την εκταμίευση του δανείου, εντούτοις τα ανωτέρω γεγονότα, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αποδείχτηκαν ψευδή. Επιπρόσθετα η προσβαλλομένη απόφαση δέχτηκε ότι η τήρηση του τραπεζικού λογαριασμού με συνδικαιούχους τον 2° και 3η των αναιρεσίβλητων αποτελεί συνήθη πρακτική σε παρόμοιες περιπτώσεις και περαιτέρω ότι δεν σημαίνει ότι, χωρίς άλλο, οι περισσότεροι συνδικαιούχοι για την τραπεζική χρήση του είναι κατ’ ανάγκην και συνδικαιούχοι (συγκύριοι) της οικονομικής αξίας, που αντιπροσωπεύουν τα χρήματα που περιέρχονται σε αυτό. Η αναιρεσιβαλλόμενη δέχτηκε τα παραπάνω, αν και από μια απλή επισκόπηση ....των εφέσεων των αντιδίκων ουδέν διαλαμβάνεται περί των ανωτέρω...οι αντίδικοι και δη ο 2ος και 3η εξ αυτών ουδέποτε πρότειναν τον ανωτέρω πραγματικό ισχυρισμό...ούτε βέβαια τα γεγονότα αυτά αποδείχτηκαν από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ... ουδέποτε ο 2ος και 3η αυτών πρότειναν ότι δεν έγιναν συγκύριοι των χρηματικών καταθέσεων που καταθέσαμε στους κοινούς με τον 1° ειδικούς τραπεζικούς λογαριασμούς τους, ούτε βέβαια πρότειναν ότι δεν έκαναν χρήση ή αναλήψεις από αυτούς. Ακριβώς δε για τον ανωτέρω λόγο η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διέλαβε απολύτως καμία αιτιολογία ούτε εξέθεσε καν τα αποδεικτικά μέσα στα οποία στήριζε το συμπέρασμα της, περιοριζόμενη στην γενικόλογη αξιολόγηση δεν σημαίνει ότι, χωρίς άλλο, οι περισσότεροι συνδικαιούχοι για την τραπεζική χρήση του είναι κατ’ ανάγκην και συνδικαιούχοι (συγκύριοι) της οικονομικής αξίας, που αντιπροσωπεύουν τα χρήματα που περιέρχονται σε αυτό.

Συνεπώς, η ... απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, αφενός κατ’ άρθρο 559 αρ. 8, αφού έλαβε υπόψη της ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στη δίκη και αφετέρου κατ’ άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ για παντελή έλλειψη αιτιολογίας της ελάσσονος πρότασης του δικανικού συλλογισμού της. Περαιτέρω ...δεχόμενο ως αληθινούς τους ανωτέρω (μη προταθέντες ισχυρισμούς) χωρίς καμία απόδειξη συνακόλουθα η απόφαση υπέπεσε και στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 10 ΚΠολΔ.". Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, διότι οι παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες για την θεμελίωσή του δεν αφορούν "πράγματα" κατά την ρηθείσα έννοια της διατάξεως του άρθρου 559 αριθμ. 8 Κ.Πολ.Δ., τουτέστιν αυτοτελείς ισχυρισμούς, αλλά άρνηση της αγωγής και δη της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των αναιρεσιβλήτων και του πλουτισμού των δευτέρου και τρίτης εξ αυτών και συμπεράσματα του Εφετείου από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου οι λοιπές δια του αυτού λόγου αποδιδόμενες στην προσβαλλομένη απόφαση αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, διότι υπό την αόριστη και κατ’ αριθμό μόνο επίκληση τούτων πλήττεται κατ’ ουσίαν η μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο εκτίμηση των αποδείξεων.

Περαιτέρω οι αναιρεσείοντες με τον έκτο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση για την απόρριψη ως προς τους δεύτερο και τρίτη των αναιρεσιβλήτων της επικουρικής βάσεως της αγωγής, ισχυριζόμενοι ότι το Εφετείο κρίνοντας ότι οι εν λόγω αναιρεσίβλητοι με την κατάθεση των χρηματικού ποσού των 350.000 στον κοινό λογαριασμό αυτών και του πρώτου αναιρεσιβλήτου πατρός των, δεν κατέστησαν πλουσιότεροι σε βάρος των αναιρεσειόντων καθόσον τα χρήματα αυτά καρπώθηκε εξολοκλήρου ο πρώτος αναιρεσίβλητος ενώ οι ίδιοι μολονότι συνδικαιούχοι του λογαριασμού δεν εισέπραξαν και δεν χρησιμοποίησαν οποιοδήποτε ποσό, υπέπεσε στις αναιρετικές πλημμέλειες α) από τον αριθμό αριθ. 8 α’ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., διότι οι ίδιοι ως άνω αναιρεσίβλητοι δεν προέβαλαν τέτοιο ισχυρισμό, β) από τον αριθμ. 1 του ιδίου άρθρου, διότι παρεβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 493 Α.Κ., 1 παρ. 1 και 2 εδ. α του ν. 5638/1932 περί καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό και γ) από τον αριθμ. 10 και 19 του αυτού άρθρου, διότι χωρίς απόδειξη και χωρίς αιτιολογίες δέχθηκε τον ανωτέρω ισχυρισμό. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως κατά τις υπό στοιχ. α και γ αιτιάσεις του είναι απαράδεκτος με την αμέσως ανωτέρω αιτιολογία που αφορά τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, ενώ κατά την υπό στοιχ. β αιτίαση του τυγχάνει αβάσιμος, διότι το Εφετείο κρίνοντας ότι μόνη η κατάθεση σε κοινό λογαριασμό δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου και τον πλουτισμού του συνδικαιούχου, ο οποίος δεν έκαμε χρήση του λογαριασμού αυτού και δεν προέβη σε ανάληψη οποιουδήποτε ποσού, δεν παρεβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις προδιαληφθείσες σχετικές ουσιαστικού δικαίου διατάξεις.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, να καταδικασθούν δε οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό, και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατέθεσαν οι αναιρεσείοντες στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 14 Ιανουαρίου 2014 αίτηση των 1) Α. Κ. του Α. και 2) Δ. Κ. του Θ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 723/2014 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Επιβάλλει στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ, για τους τρεις πρώτους εξ αυτών που παραστάθηκαν από κοινού και στο ίδιο ποσό για τον τέταρτο αναιρεσίβλητο που παραστάθηκε χωριστά και προέβαλε αυτοτελή υπεράσπιση.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Δεκεμβρίου 2015.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Σεπτεμβρίου 2016.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.