Αριθμός 361/2016

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A2` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Κωνσταντίνο Τσόλα, Ευφημία Λαμπροπούλου και Γεώργιο Κοντό, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 28 Σεπτεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Β. Κ. του Κ., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Γκέκοβιτς. Του αναιρεσιβλήτου: Δ. Ζ. του Γ., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Παπαχρήστο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-11-2005 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αγρινίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 48/2007 και 7/2012 μη οριστικές, 3/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 121/2014 του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά ο αναιρεσείων με την από 17-10-2014 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Κοντός ανέγνωσε την από 3-9-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 17-10-2014 αιτήσεως του Β. Κ. του Κ. για αναίρεση της υπ` αριθμ. 121/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναιρέσεως για παραβίαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πρλ.Δ.), συντρέχει δε αν το δικαστήριο της ουσίας για τη θεμελίωση της αγωγής στον συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέσθηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζομένη στο νόμο αγωγή (Ολ. Α.Π.18/1998).

Αντιθέτως, η ποσοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν συγκεκριμενοποιούνται σ` αυτήν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματός της, τα πραγματικά δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, ή η ποιοτική αοριστία, η οποία υπάρχει όταν μνημονεύονται απλώς τα στοιχεία του νόμου, χωρίς αναφορά των περιστατικών, δημιουργεί λόγους αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του Κ.Πολ.Δ. Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά την μη επαρκή έκθεση σ` αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για την στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300 και 914 του Α.Κ. συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου σε αποζημίωση, η παράνομη συμπεριφορά αυτού έναντι του ζημιωθέντος και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου, ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 931 Α.Κ.: "Η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του". Από την διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 298, 299, 914, 929 και 932 Α.Κ. προκύπτει, ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενείται στον παθόντα από αδικοπρακτική συμπεριφορά, είναι δυνατόν να θεμελιώσει και αυτοτελή αξίωση αποζημιώσεως, αν επιδρά δυσμενώς στο οικονομικό μέλλον αυτού και του προκαλεί ζημία, η οποία δεν εμπίπτει στις διατάξεις των άρθρων 929 και 932 Α.Κ. Η ζημία δε αυτή, ως εκ της φύσεώς της και του μελλοντικού της χαρακτήρα δεν είναι δυνατόν και επομένως, ούτε νομικώς αναγκαίο να συγκεκριμενοποιείται και να καθορίζεται με ακρίβεια, αλλά αρκεί να είναι βεβαία με βάση τα δεδομένα της κοινής πείρας και κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (ολ. ΑΠ 18/2008). Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία τα οποία ορίζονται στα άρθρα 118 και 117 του ιδίου Κώδικος, πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων τα οποία την θεμελιώνουν κατά νόμον και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, προκειμένου για αγωγή προς αποζημίωση από αδικοπραξία, από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 914, 297, 298 Α.Κ. προκύπτει ότι για την πληρότητα του δικογράφου πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα, τα οποία συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου. Πρέπει επίσης να αναφέρονται τα γεγονότα, τα οποία δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της επελθούσης στον ενάγοντα ζημίας, καθώς και τα στοιχεία εκείνα, τα οποία προσδιορίζουν την θετική και αποθετική ζημία του ενάγοντος. Τέλος, καθόσον αφορά την αποζημίωση εκ του άρθρου 931 Α.Κ., θα πρέπει για το ορισμένο και το νόμω βάσιμο της αγωγής να αναφέρονται εκείνα τα περιστατικά, τα οποία διακρίνουν, κατά τα ανωτέρω, την σχετική αξίωση από τις αξιώσεις των άρθρων 929 και 932 Α. Κ.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσίβλητος, προς θεμελίωση της αξιώσεώς του για πρόσθετη αποζημίωση κατ` άρθρο 931 Α.Κ., εκθέτει στην ένδικη αγωγή του ότι συνεπεία πολλαπλών κτυπημάτων που δέχθηκε από τον αναιρεσείοντα στην κεφαλή του, την 12-5-2002, υπέστη υποσκληρίδιο αιμάτωμα με μετατραυματικές αλλοιώσεις εγκεφάλου και για το λόγο αυτό νοσηλεύθηκε κατά το χρονικό διάστημα από την 3-7-2002 έως 10-7-2002 στην Νευρολογική Κλινική του ...., όπου υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση του αιματώματος. Ότι η υγεία του δεν αποκαταστάθηκε, αλλά παρέμεινε σ` αυτόν μόνιμη αναπηρία σε ποσοστό 67%, λόγω υπολειμματικής συνδρομής του χειρουργηθέντος υποσκληριδίου αιματώματος αριστερού εγκεφαλικού ημισφαιρίου, με κρίσεις απώλειας συνειδήσεως και σπασμούς άκρων και ότι η σημαντική και ανεπανόρθωτη αυτή βλάβη της υγείας του, ενόψει και της, κατά τον χρόνο του τραυματισμού του, ηλικίας του των 44 ετών, θα έχει ουσιώδη επιρροή στην μελλοντική κοινωνική, οικονομική και επαγγελματική του εξέλιξη, αφού καθιστά αδύνατη την εκτέλεση εργασιών αναγκαίων για την άσκηση του αγροτικού του επαγγέλματος. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή, κατά το αντίστοιχο αίτημά της είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη (με βάση τα προεκτεθέντα), το δε Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως, ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε την διάταξη του άρθρου 931 Α.Κ. και δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 14 Κ.Πολ.Δ. Επομένως, ο περί του αντιθέτου πρώτος (κατά το αντίστοιχο μέρος) λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων μέμφεται την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, διότι κατ` εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ρηθείσης διατάξεως έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή κατά το προαναφερόμενο αίτημά της, μολονότι δεν περιείχε επί πλέον και τα, κατ` αυτόν, αναγκαία για την νομική θεμελίωσή της στοιχεία, που παρατίθενται στο αναιρετήριο, είναι αβάσιμος.

Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 368 Κ.Πολ.Δ., το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Κατά δε την παρ. 2 του ιδίου άρθρου το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Από τις διατάξεις αυτές του άρθρου 368 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο εκτιμά ελευθέρως την ανάγκη της χρησιμοποιήσεως του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες.

Συνεπώς, αν δεν υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούνται για να γίνουν αντιληπτά ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, αιτήματος του διαδίκου για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης δεν δημιουργεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 1465/2014).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως (κατά το αντίστοιχο σκέλος του) προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παρέλειψε να διατάξει την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, κρίνοντας αυτήν ως μη απαραίτητη, μολονότι ζητήθηκε από τον αναιρεσείοντα και απαιτούντο ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης για την αντίληψη της γενεσιουργού αιτίας της βλάβης της υγείας του αναιρεσιβλήτου και του αιτιώδους συνδέσμου αυτής με τα επιπόλαια τραύματα που του προεκάλεσε ο ίδιος. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος αφού, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το σχετικό αίτημα απερρίφθη και στην απόφαση δεν υπάρχει παραδοχή ότι η αιτηθείσα πραγματογνωμοσύνη αφορά ζητήματα για την αντίληψη των οποίων απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης. Επομένως η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπέκειτο στην κυριαρχική και αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Εφετείου, κατά την οποία αυτή (πραγματογνωμοσύνη) δεν ήταν απαραίτητη, ενόψει της πληρότητος των υφισταμένων αποδεικτικών μέσων για την διαμόρφωση ασφαλούς δικανικής πεποιθήσεως.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάσθηκαν κανόνες δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή αν υπάρχει λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 και 20. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ρητώς εξαιρείται του αναιρετικού ελέγχου η εκτίμηση του δικαστηρίου επί πραγματικών γεγονότων. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον αυτό, ως άνω, πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως και υπό την επίκληση λόγων εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., προβάλλει κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως αιτιάσεις, ότι το εκδόσαν αυτήν Εφετείο εσφαλμένως δέχθηκε την συνδρομή αιτιώδους συναφείας μεταξύ του θλαστικού τραύματος άνω χείλους που προεκλήθη στον αναιρεσίβλητο κατά το μεταξύ τους επεισόδιο, την 12-5-2002, και του υποσκληριδίου αιματώματος που διεγνώσθη σ` αυτόν την 2-7-2002, αφού τούτο δεν προκύπτει από κανένα ιατρικό πιστοποιητικό ή γνωμάτευση, προκειμένου δε να αιτιολογήσει την αντίθετη κρίση του περί υπάρξεως αιτιώδους συναφείας επικαλέσθηκε το δεδικασμένο από την προηγηθείσα αμετάκλητη καταδικαστική γι` αυτόν απόφαση του ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο συμβάν. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, είναι απαράδεκτος, διότι οι προβαλλόμενες αιτιάσεις αφορούν στην εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με το είδος της σωματικής βλάβης που υπέστη ο αναιρεσίβλητος, η οποία κατά τα προεκτεθέντα, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, ενώ κατά το δεύτερο σκέλος ο ίδιος λόγος είναι αβάσιμος, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλομένης αποφάσεως, ναι μεν μνημονεύονται σ` αυτήν διηγηματικώς οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων (Πλημμελειοδικείου Αγρινίου και του Τριμελούς Εφετείου Πατρών), με τις οποίες ο αναιρεσείων κατεδικάσθη σε ποινές φυλακίσεως τεσσάρων και τριών ετών αντιστοίχως για βαρεία σωματική βλάβη σε βάρος του αναιρεσιβλήτου, καθώς και η απορριπτική της ασκηθείσης αναιρέσεως απόφαση του Αρείου Πάγου, πλην όμως ουδόλως αναφέρεται στην απόφαση ούτε και συνάγεται εκ του σκεπτικού της ότι το Εφετείο για την διαμόρφωση της δικανικής του πεποιθήσεως στηρίχθηκε μόνο στις αποφάσεις αυτές, ούτε πολύ περισσότερο περιέχεται στην πληττόμενη απόφαση κρίση περί υπάρξεως δεδικασμένου εκ των ως άνω αποφάσεων, ώστε να δύναται η κρίση αυτή να υποβληθεί στον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθότητάς της ή μη. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., "αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών.......". Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απερρίφθη ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση κανόμα ουσιαστικού δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (Ολ. Α.Π. 7/2006 και 4/2005). Στην περίπτωση δε που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα, ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, τα οποία ανελέγκτως εδέχθη ως αποδειχθέντα το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν προφανή την παραβίαση.

Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρου 932 εδ. α` και β` του Α.Κ. "Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι παρέχεται στο δικαστήριο η ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως των συνθηκών τελέσεως της αδικοπραξίας, του βαθμού του πταίσματος του υπόχρεου, του είδους και των συνεπειών της προσβολής, της περιουσιακής και κοινωνικής καταστάσεως των μερών και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής, που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισμός του ποσού της ευλόγου χρηματικής ικανοποιήσεως αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται, κατ` αρχήν σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νομίμου βάσεως (Ολ.Α.Π 19/2011, 13/2002). Επιβάλλεται όμως σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζομένου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος, υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας, πράγμα που αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της ανωτέρω γενικής νομικής αρχής, ήτοι ως πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. (Ολ. ΑΠ 9/2015).

Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή τους δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον τον υπό έρευνα λόγο αναιρέσεως μέρος τα εξής: "Την 12-5-2002...έξω από την είσοδο του νυχτερινού κέντρου διασκέδασης..., μετά από λογομαχία μεταξύ του εναγομένου, υπαλλήλου του ................... , ηλικίας 36 ετών και του ενάγοντος, αγρότη και κατοίκου της περιοχής, ηλικίας 44 ετών, ο πρώτος, επιτιθέμενος με γρονθοκοπήματα στο πρόσωπο και το κεφάλι, προκάλεσε στο δεύτερο από πρόθεση σωματική βλάβη, από την οποία προξενήθηκε σοβαρός κίνδυνος για τη ζωή του. Ειδικότερα ο ενάγων...μεταφέρθηκε...στο....Νοσοκομείο Αγρινίου, όπου αντιμετωπίσθηκαν τα εξωτερικά τραύματα που είχε υποστεί..., ήτοι το θλαστικό τραύμα 2 εκ. του άνω χείλους, η ρινορραγία και οι μώλωπες που έφερε καθ` όλο το μήκος της περιοχής των χειλιών. Λόγω της επιδεινούμενης κεφαλαλγίας, ζάλης και αστάθειας όμως που είχε τις επόμενες ημέρες χρειάσθηκε να επανέλθει στο παραπάνω νοσοκομείο την 2-7-2002 και την επομένη ημέρα, 3-7-2002, μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο ..................... στην Αθήνα, όπου...διαγνώσθηκε ότι ο τραυματισμός του ήταν ιδιαίτερα σοβαρός διότι...είχε υποστεί κρανιοεγκεφαλική κάκωση και συγκεκριμένα υποσκληρίδιο αιμάτωμα αριστερού εγκεφαλικού ημισφαιρίου. Υποβλήθηκε .... σε χειρουργική επέμβαση εκκένωσης του αιματώματος με κρανιοανατρήσεις (κρανιεκτομία) και εξωτερική συνεχή παροχέτευση στη νευροχειρουργική κλινική του άνω νοσοκομείου και παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι την 10-7-2002, οπότε εξήλθε με υπολειμματική συνδρομή, δυσφασικές διαταραχές, άτυπες κρίσεις απώλειας συνείδησης και μνήμης και δυσχέρεια βάδισης...εισήλθε για επανέλεγχο της κατάστασής του στο .................. την 16-8-2002, οπότε διαπιστώθηκε ότι επί του χειρουργηθέντος υποσκληριδίου αιματώματος και των μετατραυματικών αλλοιώσεων του εγκεφάλου εξακολουθούσε να εμφανίζει επίμονη και έντονη συμπτωματολογία με κεφαλαλγία, ζάλη, αστάθεια, εύκολη κόπωση, ήπια διαταραχή μνήμης και σπαστικότητα αριστερού άνω και κάτω άκρου πυραμιδικού τύπου, που έχρηζε αποφυγής κόπωσης και τακτικής ιατρικής παρακολούθησης. Σε... επανέλεγχο την 25-2-2003...υποβλήθηκε σε νέα αξονική τομογραφία και εμφάνιζε την ίδια επίμονη μετατραυματική συνδρομή...Εξαιτίας της ως άνω βλάβης της υγείας του, που αποτελεί μορφή εγκεφαλικής παράλυσης, ο ενάγων, στις 22-7-2004, σε ηλικία μόλις 46 ετών, κρίθηκε ανάπηρος και ανίκανος για την άσκηση του βιοποριστικού του επαγγέλματος σε ποσοστό 67%, για το χρονικό διάστημα από 10-5-2004 έως 31-7-2007 με βάση την...απόφαση της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής του ΙΚΑ Μεσολογγίου και ... δικαιούχος σύνταξης αναπηρίας, μηνιαίου ύφους 290,39 ευρώ, από τον ασφαλιστικό του φορέα (ΟΓΑ). Την 20-3-2007, ήτοι πέντε χρόνια μετά τον τραυματισμό του, παρουσίασε πρόσθετη μετατραυματική συνδρομή εγκεφαλοπάθειας με δυσχέρεια συγκέντρωσης και άτυπες κρίσεις απώλειας συνείδησης και διαγνώστηκε με χρόνια υπολειμματική αριστερή πυραμιδική συνδρομή με αδυναμία αριστερών άκρων (ελαττωματική συνεργασία κινήσεων) και δυσχέρεια βάδισης....Εξαιτίας της συνέχισης της...αναπηρίας και ανικανότητος για εργασία κρίθηκε εκ νέου ανάπηρος και ανίκανος για την άσκηση του βιοποριστικού του επαγγέλματος σε ποσοστό 67% για το χρονικό διάστημα από 31-7- 2007 έως 31-7-2013.... Έκτοτε η κατάσταση της υγείας του ενάγοντος παραμένει αμετάβλητη... Με την 1672/2006 απόφαση του ... (Τριμελούς Πλημ/κείου Αγρινίου), ο εναγόμενος κρίθηκε ένοχος για την πράξη της βαριάς σωματικής βλάβης του ενάγοντος και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκιση 4 ετών. Κατά της απόφασης αυτής ο εναγόμενος άσκηση έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η 342/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, με την οποία ο εναγόμενος κρίθηκε ένοχος για την παραπάνω πράξη και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 3 ετών.... Η εν λόγω απόφαση έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη μετά την έκδοση της 226/2010 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε ασκηθείσα αναίρεση από τον εναγόμενο....Δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι αυτός βρισκόταν σε κατάσταση νόμιμης άμυνας..., ούτε ότι η αρνητική εξέλιξη της υγείας του ενάγοντος οφειλόταν στο ότι ο ίδιος (ενάγων) δεν επέδειξε την απαιτούμενη μέριμνα για την πορεία της υγείας του, απορριπτομένης της ένστασης του εναγομένου, περί συνυπαιτιότητος του ενάγοντος στην πρόκληση του συμβάντος και στην έκταση της ζημίας του... Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ως άνω αναπηρία του ενάγοντος, δεν αποκλείει αλλά περιορίζει σημαντικά τη δυνατότητά του για παροχή της προσωπικής του εργασίας στην καλλιέργεια των κτημάτων του. Η μειονεξία του ενάγοντος για αυτοπρόσωπη παροχή της εργασίας αυτής συνιστά απωλεσθείσα ικανότητα κτήσης εισοδημάτων με δυσμενείς συνέπειες στην επαγγελματική και οικονομική του κατάσταση...δικαιούται επομένως της προβλεπόμενης από την παραπάνω διάταξη (931 Α.Κ.) ιδιαίτερης αποζημίωσης, το ύψος της οποίας πρέπει να καθοριστεί... στο ποσόν των 45.000 ευρώ. Περαιτέρω..., το δικαστήριο εκτιμώντας α) τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τραυματίσθηκε ο ενάγων, όπως αυτές προεκτέθηκαν, β) το μέγεθος και τη σοβαρότητα της σωματικής του βλάβης και ειδικότερα την υποβολή του σε ευαίσθητη χειρουργική επέμβαση στον εγκέφαλο και τη μακρόχρονη νοσηλεία του σε νοσοκομεία στην Αθήνα και το Αγρίνιο, γ) το ευαίσθητο μέρος του σώματος που επλήγη, δ) την αποκλειστική υπαιτιότητα του εναγομένου στην πρόκληση του επεισοδίου και ε) την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, από τους οποίους ο μεν ενάγων είναι συνταξιούχος του ΟΓΑ πλέον, ενώ ο εναγόμενος δημοτικός υπάλληλος, κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, το δε εύλογο ύψος αυτής πρέπει να καθορισθεί σε 55.000 ευρώ...Περαιτέρω, εφόσον πρόκειται για απαίτηση από αδικοπραξία στο δικαστήριο .εναπόκειται αν θα διατάξει την προσωπική κράτηση του οφειλέτη για την εκτέλεση της απόφασης....λαμβάνοντας κυρίως υπόψη ότι ο εναγόμενος δεν έχει ικανή περιουσία για την είσπραξη (με αναγκαστική εκτέλεση επ` αυτής) της επιδικαζόμενης απαιτήσεως, το δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του διάρκειας έξι (6) μηνών...".

Έτσι κρίνοντας το Εφετείο (ύστερα από την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων) δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχερείας, αφού το επιδικασθέν ποσό της χρηματικής ικανοποιήσεως δεν είναι κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση μεγαλύτερο εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις. Επομένως, με την επιδίκαση του ποσού τούτου το Εφετείο δεν παρεβίασε την αρχή της αναλογικότητας και περί του αντιθέτου πρώτος (κατά το τελευταίο μέρος του) λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ., είναι αβάσιμος.

Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ. 12 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Αποδεικτική δύναμη των διαφόρων αποδεικτικών μέσων είναι η επίδραση που έχει ή μπορεί να έχει κάποιο αποδεικτικό μέσο στο σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως και ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα μεγαλύτερη ή μικρότερη δύναμη αποδείξεως από εκείνη που δεσμευτικώς καθορίζει ο νόμος, όχι όμως και στην περίπτωση που το δικαστήριο, συνεκτιμώντας ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 Κ.Πολ.Δ., ιδίας αποδεικτικής δυνάμεως αποδεικτικά μέσα αποδίδει μικρότερη ή μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία σε κάποιο ή κάποια από αυτά, αφού τότε η εκτίμηση αφορά την ουσία των πραγμάτων και είναι συνεπώς κατά το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. αναιρετικώς ανέλεγκτη (Α.Π. 1531/2010). Ο λόγος αυτός αναιρέσεως όμως προϋποθέτει, ότι είναι παραδεκτό το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, για την αποδεικτική ισχύ του οποίου παρεβιάσθησαν οι ορισμοί του νόμου. Αντιθέτως, ο αναιρετικός λόγος του αριθμού 11α` του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. συντρέχει, όταν γίνεται αποδεκτό ένα αποδεικτικό μέσο, το οποίο ο νόμος δεν επιτρέπει (Α.Π.394/2011). Περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 2 εδαφ. α` και β` Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύουν, από 1-1- 2002, στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων (Ειρηνοδικείων, Μονομελών και Πολυμελών Πρωτοδικείων), λαμβάνονται υπόψη τόσο αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπομένη αποδεικτική αξία του καθενός, όσο και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 Κ.Πολ.Δ, δηλαδή μόνο εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελευθέρως και παραλλήλως (όχι επικουρικώς) με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα. Έτσι, στην τακτική διαδικασία λαμβάνονται υπόψη, αδιακρίτως πλέον, και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, άκυρα και μη συντεταγμένα κατ` αποδεικτικό τύπο, καθώς και ιδιωτικά ανυπόγραφα ή υπέρ του εκδότη τους, γενικά δε κάθε είδους έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προσάπτονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι κάτωθι αιτιάσεις κατ` ακριβή εδώ εκ της αιτήσεως ως προς το ουσιώδες μέρος μεταφορά τους : "Το εκδόν δικαστήριο προέβη σε παραλείψεις περί της δύναμης των αποδεικτικών μέσων, αποδίδοντας κατά την κατάστρωση της ελάσσοντος πρότασης του δικανικού σχηματισμού μεγαλύτερη αποδεικτική δύναμη σε αποδεικτικά μέσα από αυτήν που ο Νόμος προβλέπει , δεχόμενη αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του Νόμου (άρθρ. 559 αριθ 12 και 20). Ειδικότερα το εκδόν δικαστήριο κατά την διαμόρφωση της κρίσης του περί βλάβης της υγείας του αντιδίκου... , στηρίχθηκε σε ιατρικές γνωματεύσεις συνταχθείσες αφ` ενός σε χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της έγερσης της αγωγής και εφετέρου για χρήση προς τον ασφαλιστικό του φορέα προκειμένου να του αναγνωριστεί συνταξιοδοτικό δικαίωμα , σε κάθε δε όμως περίπτωση ουχί για δικαστική ή άλλη νόμιμη χρήση.... το εκδόν... στηρίζει την κρίση του : α) στην ... ... βεβαίωση του Νοσοκομείου ............... , εκ του περιεχομένου του οποίου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ...Εξαιτίας της ως άνω βλάβης της υγείας του, που αποτελεί μορφή εγκεφαλικής παράλυσης...", β) στην... .../22-7-2004 απόφαση της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής του ΙΚΑ Μεσολλογίου, γ) την ... .../20-3-2007 ιατρική βεβαίωση του ... Νοσοκομείου ..... "...." και δ)....../24-6- 2010 απόφαση της υγειονομικής επιτροπής ΙΚΑ. Εκ των ανωτέρω εγγράφων κανένα δεν έχει εκδοθεί προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη ή ενώπιον οιασδήποτε δικαστικής Αρχής, ούτε μνημονεύεται ότι η έκδοσή του εγένετο για πάσα νόμιμη χρήση και συνεπώς δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του νόμου, συνιστώντας ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα. Στηριζόμενη συνεπώς η προσβαλλομένη... στα αποδεικτά αυτά μέσα, τους προσέδωσε αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με αυτή που ρητώς τους απονέμει ο νόμος και προέβη σε παραβίαση της θεμελιώδους αρχής της συζητήσεως (ΚΠολΔ 106). Παράλληλα δεχόμενη ότι το περιεχόμενο των ανωτέρω εγγράφων, πέραν από την κατάσταση της υγείας του ενάγοντος την δεδομένη χρονική στιγμή που αναφέρονται, προκύπτει και ο αιτιώδης σύνδεσμος, που απαιτείται... για την στοιχειοθέτηση της αδικοπραξίας , που φέρομαι ότι τέλεσα σε βάρος του αντιδίκου.... συνιστά υπέρβαση της ελεύθερης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων και παραμόρφωση του περιεχομένου των εγγράφων αυτών...". Ο λόγος αυτός αναιρέσεως τυγχάνει προεχόντως απαράδεκτος, διότι προβάλλει σωρευτικώς διαφορετικές και αντιτιθέμενες προς αλλήλας αναιρετικές πλημμέλειες και δη τις εκ των αριθμών 11α`και 12 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. τοιαύτες, ότι δηλαδή το Εφετείο κατά την διαμόρφωση του αποδεικτικού πορίσματος έλαβε υπόψη μη επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα (τα προαναφερόμενα ανυπόστατα, κατά τον αναίρεσείοντα, έγγραφα) και συγχρόνως προσέδωσε στα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδεικτική ισχύ μείζονα εκείνης που ο νόμος τους παρέχει, αιτίαση, η οποία, κατά τα προλεχθέντα, προϋποθέτει ότι τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα είναι παραδεκτά και επιτρεπόμενα από το νόμο. Αλλά και υπό την εκδοχή της επικουρικής προβολής των και του παραδεκτού εντεύθεν των ανωτέρων αιτιάσεων, ο αυτός λόγος αναιρέσεως καθόσον αφορά το εκ του άρθρου 559 αριθμ. 11α` Κ.Πολ.Δ. σκέλος του, είναι αβάσιμος διότι οι προβαλλόμενες ελλείψεις δεν ασκούν οποιαδήποτε επιρροή στο κύρος και στην αποδεικτική ισχύ των προειρημένων δημοσίων εγγράφων, τα οποία σε κάθε περίπτωση (δηλαδή και υπό την εκδοχή ότι δεν πληρούσαν τους όρους του νόμου), νομίμως ελήφθησαν υπόψη από το Εφετείο, καθισταμένου απαραδέκτου του σχετικού λόγου αναιρέσεως. Καθόσον αφορά δε το του άρθρου 559 αριθ. 12 Κ.Πολ.Δ. σκέλος του, ο ίδιος αναιρετικός λόγος τυγχάνει επίσης αβάσιμος διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δεν προσέδωσε στα προμνησθέντα έγγραφα μεγαλύτερη αποδεικτική δύναμη από εκείνη που ο νόμος ορίζει, αλλά εξετίμησε αυτά ως προς τα αποδεικτέα θέματα ελευθέρως μαζί με τα λοιπά, κατ` είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδίδοντας, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, μεγαλύτερη βαρύτητα, λόγω της φύσεως και του περιεχομένου των, στα έγγραφα αυτά.

Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., προσωπική κράτηση "μπορεί να διαταχθεί επίσης και για απαιτήσεις από αδικοπραξίες". Η διάταξη αυτή δεν καταργήθηκε από τη διάταξη του άρθρου 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ (κυρ. Ν. 2462/1997), κατά το οποίο: "Κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση". Η διάταξη αυτή προδήλως αναφέρεται μόνο στις συμβατικές ενοχές και όχι στις αδικοπρακτικές και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί αναλόγως και επί των τελευταίων, διότι είναι διαφορετικές οι προϋποθέσεις και η εσωτερική απαξία του αδικήματος από εκείνες της συμβατικής παραβάσεως (Α.Π.1353/2011, 1160/2004). Για απαιτήσεις από αδικοπραξία εναπόκειται στην κρίση του δικαστηρίου να διατάξει ή μη την προσωπική κράτηση του οφειλέτη ως μέσον εκτελέσεως, αρκεί να είναι αποδεδειγμένη η απαίτηση. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας δεν ελέγχεται αναιρετικώς, πλην όμως συνιστά λόγο αναιρέσεως η υπό του δικαστηρίου χρήση απροσφόρων στοιχείων η κριτηρίων, κειμένων εκτός του σκοπού της προσωπικής κρατήσεως (Α.Π. 1442/2003, 554/2007). Επιβάλλεται επίσης και η τήρηση της αρχής της αναλογικότητος, υπό την έννοια ότι θα πρέπει να σταθμίζονται από το δικαστήριο οι συνθήκες εκάστης περιπτώσεως σε σχέση με το σκοπό που εξυπηρετεί το μέτρο της προσωπικής κρατήσεως και να λαμβάνεται έτσι το μέτρο αυτό μόνο όταν τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και είναι απολύτως αναγκαίο για την ικανοποίηση της σχετικής απαιτήσεως, ώστε η αναμενομένη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που θα προκαλέσει. Έτσι δυσανάλογη και ασφαλώς καταχρηστική θα είναι η απαγγελία προσωπικής κρατήσεως όταν εξ αιτίας της οικονομικής αδυναμίας του οφειλέτη δεν μπορεί να λειτουργήσει ως μέσον πιέσεως για την είσπραξη της απαιτήσεως του δανειστή, δηλαδή ως μέσον εμμέσου αναγκαστικής εκτελέσεως (Α.Π. 1222/2014, 1380/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της αιτήσεως, συνδυαζόμενο προς το αντίστοιχο (τελευταίο) σκέλος του πρώτου λόγου αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση, ως προς την απαγγελία της προσωπικής κρατήσεως, πλημμέλειες από το άρθρο 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ., κατ` εκτίμηση του νοηματικού των περιεχομένου, υπό την έννοια ότι η απαγγελθείσα σε βάρος του αναιρεσείοντος προσωπική κράτηση αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητος, αφ` ενός μεν λόγω του μεγάλου χρόνου διαρκείας της, αφ` ετέρου δε λόγω της οικονομικής αδυναμίας του αναιρεσείοντος προς ικανοποίηση της απαιτήσεως του αναιρεσιβλήτου, εξαιτίας της οποίας και επεβλήθη (κατά τον αναιρεσείοντα), η οποία όμως (οικονομική αδυναμία) αναιρεί τον προορισμό και την χρησιμότητα της προσωπικής κρατήσεως ως μέσου αναγκαστικής εκτελέσεως και καθιστά καταχρηστική και εντεύθεν μη επιτρεπτή την επιβολή της. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος, διότι το Εφετείο, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως για να απαγγείλει σε βάρος του αναιρεσείοντος την ως άνω προσωπική κράτηση συνεκτίμησε τη βαρύτητα της πράξεώς του, την υπαιτιότητά του, καθώς και την μη ύπαρξη ικανής (εμφανούς) περιουσίας του (όχι οικονομική του αδυναμία όπως αβασίμως ισχυρίζεται) για την επιβολή αναγκαστικής εκτελέσεως προς ικανοποίηση της επιδικασθείσης απαιτήσεως του αναιρεσιβλήτου, σε συνδυασμό και με το ύφος της εν λόγω απαιτήσεως. Δηλαδή, το Εφετείο έλαβε υπόψη όλα τα πρόσφορα στοιχεία τα οποία στηρίζουν την κρίση του για την αναγκαιότητα του μέτρου της προσωπικής κρατήσεως του αναιρεσείοντος, η οποία και ως προς την χρονική της διάρκεια τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και είναι όχι απλώς μέτρο πρόσφορο, αλλά και απολύτως αναγκαίο για τη συμμόρφωση του αναιρεσείοντος προς την προσβαλλομένη απόφαση.

Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, να καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό, και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατέθεσε ο αναιρεσείων στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 17 Οκτωβρίου 2014 αίτηση του Β. Κ. του Κ. για αναίρεση της υπ` αριθμ. 121/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Οκτωβρίου 2015.

Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημοσία συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 12 Μαΐου 2016.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.