ΑΡΙΘΜΟΣ 7387/2002


    ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη Αικατερίνη Ιατρίδου και τη Γραμματέα Γαλήνη Ξενόπουλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο στις 18 Ιoυλίου 2002 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……» (πρώην «…..»), που εδρεύει στην Αθήνα .... και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Ν. Μασούρα (Α.Μ. 3487).
ΤΟΥ ΚΑΘ' ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξη Παπαδόπουλου (Α.Μ. 5168).
Η αιτούσα με την αίτηση της που απευθύνεται στο δικαστήριο αυτό (αριθμ. έκθ. καταθ. 6231/2002) ζητά να γίνει δεκτή η αίτηση του και να δοθεί η άδεια εκπλειστηριασμού των μετοχών που αναφέρονται σε αυτή.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως μετά την εκφώνηση της από το σχετικό πινάκιο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Το σπουδαιότερο δικαίωμα του δανειστή επί ενεχύρου είναι η εξουσία του να εκποιήσει το ενεχύρασμα για την προνομιακή ικανοποίηση της ασφαλιζόμενης απαίτησης, όταν αυτή λήξει χωρίς να εξοφληθεί. Η εξουσία αυτή απορρέει από το εμπράγματο δικαίωμα του ενεχύρου και είναι ανεξάρτητη από την εξουσία του κάθε δανειστή να στραφεί με τα συνήθη μέσα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Έτσι, όταν η ασφαλιζόμενη απαίτηση λήξει και δεν έχει εξοφληθεί, ο ενεχυρούχος δανειστής έχει μεταξύ των άλλων την δυνατότητα να επιδιώξει κατά την διάταξη του άρθρου 1237 ΑΚ, την εκποίηση του ενεχυράσματος με πλειστηριασμό και την ικανοποίηση της απαίτησης του από το πλειστηριασμό. Προϋπόθεση της κατά το 1237 ΑΚ ρευστοποίησης του ενέχυρου είναι: α] η ασφαλιζόμενη απαίτηση να είναι χρηματική (ή να μετατράπηκε σε χρηματική), β] η ασφαλιζόμενη απαίτηση να είναι ληξιπρόθεσμη, έστω και ως προς ένα μέρος της, χωρίς να είναι ανάγκη να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη ολόκληρη η απαίτηση. Η ρευστοποίηση προϋποθέτει εξάλλου μόνο την εξόφληση της απαίτησης, ανεξάρτητα αν ο οφειλέτης περιήλθε σε υπερημερία η όχι. Η ρευστοποίηση του ενεχυράσματος γίνεται κατά την 1237 ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δικ. για την αναγκαστική εκτέλεση. Ειδικά αν ο ενεχυρούχος δανειστής δεν έχει τίτλο εκτελεστό κατά του ενεχυρούχου οφειλέτη, μπορεί να ζητήσει από το Ειρηνοδικείο, όπου βρίσκεται το ενέχυρο, (ΚΠολΔ 792, παρέκταση δε της κατά τόπο αρμοδιότητος δεν επιτρέπεται, σχετικά Π.Πρ.Αθ 5182/71 ΑρχΝ 23, 58) την άδεια για να εκποιήσει το πράγμα με πλειστηριασμό. Η άδεια αυτή αναπληρώνει την έλλειψη του εκτελεστού τίτλου και η διαδικασία ρευστοποίησης του ενεχυράσματος θα αρχίσει με την εντολή του ενεχυρούχου δανειστή προς τον Δικαστικό Επιμελητή να εκδώσει το πρόγραμμα πλειστηριασμού (960 ΚΠολΔ), (βλέπε σχετικά Σταθόπουλου-Γεωργιάδη ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΞ τόμος 6ος, Εμπράγματο δίκαιο, σχόλια κάτω από άρθρο 1237, σελ. 337, καθώς και Μπρακατσούλα ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ, σχόλια κάτω από άρθρο 792 Κ.ΠολΔικ κεφαλαίο 22, σελ. 320)
Με την κρινόμενη αίτηση ζητείται να δοθεί άδεια στην αιτούσα εταιρία "……. ΑΕ" να εκπλειστηριάσει το αναλυτικά εκτιθέμενο στο ιστορικό της αιτήσεως ενέχυρο (ιδιωτικό συμφωνητικό από 28-09-2001), δηλαδή το σύνολο των τίτλων των ονομαστικών μετοχών της εδρεύουσας στη Θεσσαλονίκη εταιρίας με την επωνυμία ΠΑΕ "……….", που μεταβιβάστηκαν με το αυτουσίως παρατιθέμενο στο ένδικο δικόγραφο της αιτήσεως, από 12-07-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό, με όλα τα δικαιώματα που οι μετοχές αυτές ενσωματώνουν και των οποίων μετοχών ο καθ" ου η αίτηση ……. είναι αποκλειστικός κύριος και νομέας τους, με σκοπό την ικανοποίηση της απαίτησης της, ποσού 1.616.670 ευρώ, άλλως 1.033.031 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας και μέχρις εξοφλήσεως.
Ειδικότερα με την ένδικη αίτηση εκτίθεται αναλυτικά από την αιτούσα ότι κατά την δήλη ημερομηνία της 30-04-2002, ο καθ' ου δεν της κατέβαλε το ποσό των του 1.033.031 ευρώ, όπως όφειλε, καθώς η επιταγή που είχε παραδώσει στην αιτούσα προς εξασφάλιση της χρηματικής της απαίτησης δεν πληρώθηκε την 8-5-2002 και σφραγίστηκε αφού ο λογαριασμός επί του οποίου εσύρετο ήταν κλειστός από την ημερομηνία ήδη της 20-3-2002. Ότι η οφειλή του αυτή των 1.033.031 ευρώ συνιστά ληξιπρόθεσμη χρηματική απαίτηση βέβαιη και εκκαθαρισμένη, σε σύνολο της εκ 1.6216.670 ευρώ, βέβαιης και εκκαθαρισμένης απαίτησης της, σύμφωνα και με το από 12-07-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό πωλήσεως των μετοχών. Ακολούθως ότι (κατά την εκτίμηση του δικογράφου), επειδή η όλη συναλλακτική συμπεριφορά του καθ' ου καθιστά βάσιμους του φόβους της να μη καταβληθούν όλες οι επόμενες δόσεις και έχει κλονιστεί η συναλλακτική της πίστη, η αιτούσα ζητεί, αφού δεν έχει στα χέρια της εκτελεστό τίτλο, την άδεια εκ μέρους του παρόντος Δικαστηρίου να πωλήσει με πλειστηριασμό τις προαναφερθείσες μετοχές και η οποία θα αντικαθιστά την έλλειψη αυτή. Τέλος δηλώνει ότι το ενέχυρο βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη στα χέρια του Δικηγόρου Θεσσαλονίκης ……. και ζητεί να καταδικαστεί ο καθ' ου στην δικαστική της δαπάνη.
Η αίτηση αυτή αρμοδία καθ' ύλη και κατά τόπο φέρεται για να συζητηθεί στο Δικαστήριο αυτό, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας [αρ. 792 ΚΠολΔικ] και είναι νόμιμη στηριζόμενη τόσο στο αυτό άρθρο 1037ΑΚ, όσο και στις διατάξεις 960 επ. ΚΠολΔικ, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα νομική σκέψη.
Πριν από κάθε συζήτηση της υπόθεσης επί της ουσίας της; εμφανίστηκε ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του αθλητικού σωματείου με την επωνυμία «ΑΣ …….» και δήλωσε προφορικά ότι ασκεί πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αιτούσας, καθώς το ΑΣ ……. είναι μέτοχος κατά 10% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου της «ΠΑΕ ……», τέλος ότι έχει έννομο συμφέρον προς τούτο και ζητεί γι αυτό να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση. Η παρέμβαση αυτή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 79, 80, 81 ΚΠολΔικ και πρέπει να συνεκδικαστεί με την αίτηση [αρ. 31, 246 ΚΠολΔικ].
Πρέπει επομένως να συνεξεταστούν περαιτέρω η αίτηση καθώς και η προσθετή παρέμβαση για να διαπιστωθεί αν είναι βάσιμες και στην ουσία τους.
Πριν από την συζήτηση επί της ουσίας, αλλά και με τις ένδικες προτάσεις του ο καθ' ου η αίτηση προέβαλε τις εξής ενστάσεις και ισχυρισμούς, αρνούμενος την αίτηση:
Α] την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της αιτούσας κατ’ αρ. 281ΑΚ, επειδή η οφειλή του είναι μικρότερη από το 1/3 της συνολικής αξίας των μετοχών, δηλαδή του συνολικού τιμήματος αγοράς τους, Β] την ένσταση ακυρότητας της σύμβασης ενέχυρου, που είναι άκυρη κατά τη διάταξη του άρθρου 1211 εδ 2 του ΑΚ, όπως άκυρη είναι και η ενεχυρίαση, αφού εκτός των άλλων η σύμβαση αυτή κατά παράβαση του νόμου περί τελών και χαρτοσήμων δεν είχε υποβληθεί στην νόμιμη χαρτοσήμανση [όπως νομότυπα συμπληρώθηκε η ένσταση αυτή με τις προτάσεις του καθ' ου]. Οι ενστάσεις αυτές και οι εν γένει αντίθετοι ισχυρισμοί του καθ' ου που άπτονται του ουσιαστικού μέρους της ένδικης αίτησης θα συνεξεταστούν με αυτό, ώστε να διαπιστωθεί η βασιμότητα τους.
Από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, από τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, από τις έγγραφες προτάσεις τους, καθώς και όσα αναπτύχθηκαν κατά τη συζήτηση, πιθανολογούνται τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με τα νομιμοποιητικά έγγραφα της αιτούσας εταιρίας «…… ΑΕ», τα οποία αυτή προσκομίζει μετ' επικλήσεως [βλέπε την από 26-06-2001 απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της τροποποίησης της επωνυμίας της, τροποποιητική απόφαση του Νομάρχη Αθηνών ΕΜ …..  και  καταχώρηση στο μητρώο ανωνύμων εταιριών και ΦΕΚ ….., ΦΑΕ & ΕΠΕ] αυτή αποτελεί την διάδοχο της εταιρίας «…….Α.Ε» κυρία, νομέα και κάτοχο των σωμάτων 1.361.000 ονομαστικών μετοχών της εταιρίας ΠΑΕ «…….» ονομαστικής αξίας εκάστης 5.000 δρχ, με τα κάθε φύσεως δικαιώματα που ενσωματώνονται σ' αυτές και απορρέουν από αυτές και τις οποίες αυτή πώλησε, παραχώρησε και μεταβίβασε με το από 12-07-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό στον καθ' ου η αίτηση ……., με όλους τους ειδικούς όρους που περιλαμβάνονται στο εν λόγω συμφωνητικό, έναντι του τιμήματος των 5.252.751 ευρώ, που αντιστοιχούσαν σε 1.789.875.000 δραχμές [ισόποσο των 4.500.000 Δολαρίων ΗΠΑ με ισοτιμία "φιξιγκ" της 11-07-2001, ήτοι 397,75 δρχ. ανά δολάριο ΗΠΑ] και το οποίο πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να καταβληθεί ως ακολούθως: 1] Το ποσό των 933.822,45 Ευρώ (318.200.000 δρχ ισόποσο με 800.000 USD) συμφωνήθηκε να καταβληθεί την 25η Ιουλίου 2001. 2] Το ποσό των 817.094,64 Ευρώ (278.425.000 δρχ. ισόποσο με 700.000 USD) συμφωνήθηκε να καταβληθεί την 10η Ιανουαρίου 2002. 3] Το ποσό των 583.639,03 Ευρώ (198.875.000 δρχ. ισόποσο με 500.000 USD) συμφωνήθηκε να καταβληθεί την 10η Ιουλίου 2002. 4] Το ποσό των 875.458,55 Ευρώ (298.312.500 δρχ. ισόποσο με 750.000 USD) συμφωνήθηκε να καταβληθεί την 10η Ιουλίου 2003. 5] Το ποσό των 2.042.736,61 Ευρώ (696.062.500 δρχ. ισόποσο 1.750.000 USD) συμφωνήθηκε να καταβληθεί την 10η Ιουλίου 2004. Την εν λόγω σύμβαση προσυπέγραψε από κοινού με την αιτούσα νόμιμος εκπρόσωπος της ΠΑΕ «…….», η οποία εγγυήθηκε την νόμιμη κυριότητα και κατοχή των μετοχών από την πωλήτρια εταιρία.
Με το συμφωνητικό αυτό δηλώθηκε επίσης ότι τηρούνται όλες οι προβλεπόμενες από το νόμο διαδικασίες για την πώληση μετοχών [ειδικά ότι τηρήθηκαν οι διατάξεις του αρθρ. 69 Ν.2725/1999 που αφορά τα Αθλητικά Σωματεία], ενώ σ' αυτό το έγγραφο επισυνάφθηκε και ο ισολογισμός από 30-06-2001 της ΠΑΕ «……». Η σύμβαση, αυτή όπως και όλα εν γένει τα συμφωνητικά μεταβίβασης μετοχών, για οποιαδήποτε αιτία απαλλάσσονται από τα τέλη χαρτοσήμου, σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 11, της παραγρ. 4 ζ', του Α.Ν. 148/1967, είτε η μεταβίβαση γίνεται μέσω χρηματιστηρίου ή έκτος αυτού, με ιδιωτικό η δημόσιο έγγραφο και κατά τροποποίηση των άρθρων 15 και 47 του ΚΝΤΧ [βλέπε σχετική νομολογία ΣΤΕ 4061/1998 Δίκη 2001, 482, ΕΔΕφ ΑΘ2137/1993 ΔΦΝ 1993 1602, ΕφΑΘ 5153/2000 ΔΕΕ 2001,386 καθώς και Φορολογία Χαρτοσήμου Π. Ρέππα, τόμο 2°, σελ 962]
Στη συνεχεία με το από 28-09-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπογράφηκε ανάμεσα στην αιτούσα και τον καθ' ου η αίτηση, συστάθηκε κοινό και αδιαίρετο ενέχυρο κατά τις διατάξεις των άρθρων 1209 επ„ ΑΚ, υπέρ της αιτούσας και εξασφαλίστηκε, παρεπομένως της κύριας ανωτέρω συμβάσεως πωλήσεως κινητών αξίων, το τίμημα της, που είχε συμφωνηθεί στις 1.789.875.000 δρχ, καθώς και η εν γένει τήρηση των όρων της. Η διάρκεια του ενέχυρου αυτού συμφωνήθηκε μέχρι την αποπληρωμή του συνόλου του ανώτερου τιμήματος της κυρίας συμβάσεως, ώστε εάν στο διάστημα αυτό ο καθ' ου παραβεί τους όρους της κύριας σύμβασης από 12-07-2001, η αιτούσα ως ενεχυρούχος δανείστρια να έχει το δικαίωμα της εκποίησης των μετοχικών τίτλων του ενεχυριαστή κατά τις διατάξεις του νομού [ΑΚ1209 επ], όπως έχει αναλυθεί και με τις προεισαγωγικές νομικές σκέψεις. Το εν λόγω ενέχυρο που συνεστήθη νομίμως κατά τις διατάξεις του ΑΚ, αυθημερόν παραδόθηκε με την υπογραφή του στον Δικηγόρο Θεσσαλονίκης ……….., ο οποίος ανέλαβε να το φυλάξει και να το επιστρέψει στον καθ" ου με την προσκόμιση της απόδειξης εξόφλησης του όλου τιμήματος της σύμβασης. Και η σύμβαση αυτή ενεχύρου, ως παρεπόμενη της κύριας συβάσεως της πώλησης των ένδικων μετοχών, δηλαδή ως παρεπόμενο σύμφωνο που ασφαλίζει την άλλη σύμβαση της 12-7-2001, απαλλάσσεται με διάταξη νόμου [ΚΤΧ] από τα τέλη χαρτοσήμου, αφού ρητά απαλλάσσεται και η κύρια σύμβαση [σχετικά βλ. φορολογία χαρτοσήμου Π. Ρέτπτα τόμος Α' , σελ 879 και σχετικά ΣΤΕ 52/1989 Δίκη, σελ. 932]. Η διάταξη της παρ.1 αρ. 3 ν. 1818/1951, την οποία επικαλείται ο καθ' ου, σύμφωνα με την οποία το ενέχυρο επί ονομαστικών μετοχών, όταν ο συμβαλλόμενος είναι χρηματιστής, τράπεζα η νομικό πρόσωπο, υποβάλλεται στο προσήκον τέλος χαρτοσήμου, δεν μπορεί έχει εφαρμογή επί της παρούσας περίπτωσης, αφού η ειδική διάταξη του νομού αυτού καταργήθηκε με νεώτερη διάταξη ειδικού νομού [ειδικά όσον αφορά την χαρτοσήμανση των συμβάσεων πώλησης μετοχών] και μάλιστα με τον Α.Ν. 148/1967 και ειδικά με το άρθρο 11 παρ. 4, που θέσπισε απαλλαγές, από τέλη χαρτοσήμου που επιβάλλονταν με το άρθρο 15 παρ.6,7 ΚΝΤΧ. Ρητά επομένως απαλλάσσονται των τελών χαρτοσήμου οι μεταβιβάσεις μετοχών, τίτλων, κλπ. ενόψει και των μέτρων ενίσχυσης της κεφαλαιαγοράς. Άλλωστε υπάρχει νομολογία επ' αυτού του θέματος [Εφ Αθ 5153/2003 ΔΕΕ 4/2001 σελ 388, ΣΤΕ 4061/1998 Β' Τμήμα ΔιΔκ σελ402]. Για τους λόγους αυτούς απορρίπτεται στην ουσία η σχετική ένσταση περί ακυρότητας της συμβάσεως ενέχυρου λόγω μη νόμιμου χαρτοσήμανσης της, κατά το επικαλούμενο από τον καθ' ου νομοθέτημα.
Αποδείχθηκε ότι από την 11η Ιανουαρίου 2002 παρήλθε ο χρόνος για την καταβολή του τιμήματος της πρώτης και δεύτερης δόσης του πιστωθέντος τιμήματος, δηλαδή οι δήλες ημερομηνίες της δόσης του ποσού των 933.822,45 ευρώ [318.200.000 δρχ.], που ήταν καταβλητέο στις 25-07-2001 και του ποσού των 817,094,64 Ευρώ [278.425.000 δρχ.] που ήταν καταβλητέο στις 10-01-2002. Κατόπιν αυτού η ενεχυρούχος δανείστρια προέβη στην ενάσκηση των δικαιωμάτων της και άσκησε την από 14-01-2002 αίτηση της ενώπιον του οικείου Δικαστηρίου με σκοπό να της χορηγηθεί η άδεια πώλησης των ένδικων μετοχών της ΠΑΕ «……», κυριότητας και νομής του καθ' ου. Η συζήτηση της υποθέσεως μετά από αναβολή ορίστηκε για τις 20-3-2002, όποτε και ο καθ' ου κατέβαλε έναντι του οφειλομένου τιμήματος πόσο ύψους 717.886,42 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο της μέχρι τότε ληξιπρόθεσμης οφειλής του υποσχέθηκε να καταβάλλει έως τις 30-04-2002, όπως αποτυπώθηκε σε σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό. Προς εξασφάλιση δε της υποχρέωσης του παρέδωσε στην αιτούσα την 00176742-1 επιταγή της Τράπεζας ΝΟΒΑΜΠΑΝΓΚ -εκδόσεως του- ποσού 1.033.031 ευρώ, με φερόμενη ημερομηνία εκδόσεως 30-4-2002, πληρωτέα εις διαταγή της αιτούσης και κατόπιν αυτού ματαιώθηκε η συζήτηση της αιτήσεως. Κατά την δήλη ημέρα της 30-04-2002 ο καθ' ου δεν κατέβαλε το τίμημα και η εμφανισθείσα νομίμως και εμπροθέσμως την 8-5-2002 εν λόγω επιταγή του, δεν πληρώθηκε, σφραγίστηκε, αφού ο λογαριασμός επί που οποίου εσύρετο ήταν ήδη κλειστός από την ημερομηνία της πραγματικής έκδοσης της επιταγής - [20-3-2002]. Για τον παραπάνω λόγο η αιτούσα κατέθεσε έγκληση εις βάρος του καθ' ου για έκδοση ακάλυπτης επιταγής και απατή σε βαθμό κακουργήματος, όπως αποδεικνύεται  από τα  έγγραφα που προσκομίστηκαν μετά επικλήσεως, δηλαδή η Μ2002εγχ/456Β ΩρΒ έγκληση - μήνυση της αιτούσας, για την οποία διενεργείται κυρία ανάκριση.
Αποδεικνύεται επομένως ότι σήμερα ο καθ' ου οφείλει στην αιτούσα το πόσο των 1.033.031 ευρώ, που αποτελεί ληξιπρόθεσμη χρηματική απαίτηση της αιτούσας, βέβαιη και εκκαθαρισμένη, όπως προκύπτει και από το 12-7-2002 ιδιωτικό συμφωνητικό πωλήσεως των μετοχών.
Η ένσταση του καθ' ου που αφορά την καταχρηστικότητα της άσκησης της κρινομένης αίτησης κατά αρθρ. 281 Α. Κ, επειδή κυρίως η ληξιπρόθεσμη οφειλή του εξ 1.033.031 ευρώ είναι μικρότερη του 1/3 της συνολικής του οφειλής, είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί δεδομένου ότι το ενέχυρο έχει συμφωνηθεί και συσταθεί ως ενιαίο και είναι κατά νόμο αδιαίρετο [ΑΚ 1231] συνεπώς κάθε μια μετοχή ασφαλίζει την όλη απαίτηση. Σύμφωνα και με όσα έχουν προεκτεθεί με τη μείζονα σκέψη, η αιτούσα δικαιούται να ζητήσει την άδεια του Δικαστηρίου και να φέρει το σύνολο των μετοχών του ενεχύρου προς πλειστηριασμό, μόλις δε καλυφθεί το χρέος παύει και το δικαίωμα της αιτούσας για εκπλειστηρίαση των υπολοίπων μετοχών και σταματάει η διαδικασία του πλειστηριασμού. [Μπαλής παρ. 216, Βαθρακοκοίλης, ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ, αρθ. 1238, σελ 1747].
Επίσης αποδείχθηκε ότι η όλη συναλλακτική συμπεριφορά του καθ' ου υπήρξε ασυνεπής μέχρι σήμερα, ώστε η αιτούσα να πιθανολογεί ότι υπάρχει κίνδυνος ότι θα αποφεύγει συστηματικά στο μέλλον κάθε έγκαιρη πληρωμή των δόσεων του πιστωθέντος τιμήματος της αγοράς των μετοχών, έως τον Ιούλιο του 2004.
Ακόμη το προσθέτως παρεμβαίνον αθλητικό Σωματείο ………, που ιδρύθηκε το 1914, ίδρυσε σύμφωνα με τον νόμο την ΠΑΕ στην οποία συνεισέφερε και την επωνυμία του, με την 16085/1989 συμβολαιογραφική πράξη της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ……... Είναι δε εκ του νομού [αρ. 71 ν 2725/1999] το σωματείο κύριος του 10% του εταιρικού κεφαλαίου της ΠΑΕ «……..» και μάλιστα με μετοχές που είναι προνομιούχες και αμεταβίβαστες. Εξαιτίας μάλιστα των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετωπίζει το αθλητικό αυτό σωματείο, αναγκάστηκε αφενός να προκαλέσει με δικαστική απόφαση [την 20586/2002 του ΜΠΘ/ης] τον διορισμό προσωρινού διοικητικού συμβουλίου το οποίο θα διενεργήσει οικονομικό και διαχειριστικό έλεγχο, αφετέρου δε να καταθέσει μήνυση κατά του καθ' ου η αίτηση ώστε αυτός να διωχθεί για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης άξιας. Προσκομίστηκε για το λόγο αυτό η από 17-06-2002 βεβαίωση της Εισαγγελίας Πρωτόδικων Θεσσαλονίκης, ότι ήδη ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του καθ' ου για τα αδικήματα της Υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης άξιας και της Απιστίας κατά συναυτουργία, ενώ η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της κύριας ανάκρισης. Είναι επομένως πρόδηλο το έννομο συμφέρον του να προβεί στην υποβολή της προσθετής παρέμβασης.
Μάλιστα κατά την συζήτηση της αίτησης έχει παρέλθει και η δήλη ημερομηνία της καταβολής της τρίτης δόσης, δηλαδή στις 10-07-2002, ποσού 583.639,93 ευρώ ή 189.875.000 δραχμών, η οποία μέχρι την ήμερα της συζήτησης της αίτησης έμεινε απλήρωτη.
Αποδείχτηκε άλλωστε ότι η από 28-09-2001 σύμβαση του ενέχυρου κατέστη έγγραφο βεβαίας χρονολογίας, αφού αυτή επιδόθηκε στην αιτούσα εταιρία με την με αριθμό 15451 β/02.11.2001 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά ………, που αποτελεί δημόσιο έγγραφο. Ακόμη και αν η αιτούσα επέδωσε στον εαυτό της την εν λόγω σύμβαση, αυτή κατέστη κατά τη διάταξη του άρθρου 446 ΚΠολΔικ, έγγραφο βεβαίας χρονολογίας με την αναφορά της σε δημόσιο έγγραφο, όπως αυτό της έκθεσης επίδοσης δικαστικού επιμελητή [βλ. ΑΠ1679/1995, 455/1993, 788/1991 προσκομιζόμενες από την αιτούσα]. Μάλιστα, αφού ουσιαστικά ο σκοπός της διάταξης, δηλαδή να καταστεί το ενέχυρο έγγραφο βεβαίας χρονολογίας, είναι η προστασία των τρίτων τυχόν, συμβαλλόμενων με τους διαδίκους, καταχρηστικώς προτείνεται ο εν λόγω ισχυρισμός του καθ' ου, περί της έλλειψης συνδρομής της ως άνω προϋπόθεσης, για την άσκηση των ενεχυρικών αξιώσεων της αιτούσας, δεκτής γενομένης και της δια του σημειώματος προσθήκης-αντίκρουσης, ενστάσεως της αιτούσας επί του εν λόγω ισχυρισμού.
Εφόσον λοιπόν κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις που αναλυτικά εκτέθηκαν στη μείζονα νομική σκέψη, ώστε να δοθεί η σχετική άδεια για εκπλειστηρίασμα από το παρόν δικαστήριο, πρέπει αφού απορριφθούν όλες οι ενστάσεις και οι αντίθετοι ισχυρισμοί, πρέπει, η αίτηση και η προσθετή παρέμβαση να γίνουν δεκτές ως βάσιμες και στην ουσία τους και να δοθεί η άδεια για τη εκποίηση των ενδίκων μετοχών με πλειστηριασμό, να οριστεί δε τόπος και χρόνος καθώς και υπάλληλος του πλειστηριασμού των κινητών αυτών αξιών, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος πρέπει να καταδικαστεί ο καθ' ου στην δικαστική δαπάνη της αιτούσας (αρθ. 176 Κ.Πολ.Δικ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την αίτηση και την προφορικά ασκηθείσα παρέμβαση.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση και την πρόσθετη παρέμβαση.
ΠΑΡΕΧΕΙ στην αιτούσα την άδεια πλειστηριασμού των κινητών πραγμάτων, δηλαδή των 1.361.000 ονομαστικών μετοχών μαζί με τα πάσης φύσεως δικαιώματα που ενσωματώνονται και απορρέουν από αυτές, εκ του συνόλου των 1.600.000 μετοχών της ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ "…….", που είχαν ονοματική αξία 5000 δρχ. εκάστη κατά την ήμερα της πώλησης τους [12-07-2001] και είναι εγχαρτωμένες ως εξής:
Α. Οι εκατόν μία χιλιάδες (101.000) κοινές ονομαστικές μετοχές     της     ΕΤΑΙΡΙΑΣ     στους     κατωτέρω     αναλυτικά  αναφερομένους, ονομαστικούς τίτλους μετοχών, ήτοι τους:
Α/Α ΤΙΤΛΟΥ   ΑΥΞ. ΑΡΙΘ. ΜΕΤΟΧΩΝ ΑΡΙΘΜ. ΜΕΤΟΧΩΝ
………            ……….          ………….    …………….
Β. Οι εκατόν ογδόντα χιλιάδες (180.000) κοινές, ονομαστικές μετοχές της ΕΤΑΙΡΙΑΣ υπ' αύξοντες αριθμούς ……….. - …………. στους με ημερομηνία εκδόσεως ……, υπ' αύξοντες αριθμούς …. - ….. ονομαστικούς τίτλους.
Γ. Οι ένα εκατομμύριο ογδόντα χιλιάδες (1.080.000) κοινές, ονομαστικές μετοχές της ΕΤΑΙΡΙΑΣ, στον με ημερομηνία εκδόσεως …….., υπ' αύξοντα αριθμό 1 (ένα) προσωρινό ονομαστικό τίτλο, μη εισέτι εκδοθέντος του αντιστοίχου οριστικού τίτλου και
οι οποίες αναφέρονται και περιγράφονται αναλυτικά τόσο στην σύμβαση ενεχύρου από 12-07-2001, όσο και στο από 12-07-2001 συμφωνητικό πωλήσεως τους και που τέλος δεν ήταν αντικείμενα εκτελέσεως.
ΟΡΙΖΕΙ την Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2002 ως ημέρα διενέργειας του πλειστηριασμού και τόπο και χρόνο το συνηθισμένο τόπο και χρόνο διενέργειας πλειστηριασμού του Δήμου Θεσσαλονίκης.
ΟΡΙΖΕΙ ως υπάλληλο επί του πλειστηριασμού τον συμβολαιογράφο θεσσαλονίκης ……..
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον καθ' ου να καταβάλλει στην αιτούσα το πόσο των εκατόν σαράντα (140) ευρώ για την δικαστική δαπάνη της αιτούσας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη την 30 Οκτωβρίου 2002 στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου αυτού κατά την οποία απουσίαζαν οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

-   }
\