ΝΙΚΟΛΑΟΣ Α. ΜΑΣΟΥΡΑΣ
Δικηγόρος, MSc In Criminal Law

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ Α. ΜΑΣΟΥΡΑ ΜΕ ΘΕΜΑ:

“Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΩΝ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΩΣ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ“

 

Με την παρούσα διπλωματική εργασία αναλύεται εκτενώς το νομικό πλαίσιο και οι διαδικασίες που σχετίζονται με την άρση του απορρήτου των ταχυδρομικών, τηλεφωνικών και διαδικτυακών επικοινωνιών στην Ελλάδα, αξιολογώντας παράλληλα την κατοχύρωση του εν λόγω δικαιώματος και σε διεθνή κείμενα και συνεκτιμώντας τις ειδικές περιπτώσεις περιορισμού του δικαιώματος.

Πότε και για ποιους λόγους επιτρέπεται η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών ;;;

Η παρούσα επιστημονική εργασία εστιάζει σε ζητήματα που άπτονται τόσο της εθνικής ασφάλειας όσο και της διακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, δηλαδή τις δύο βασικές περιπτώσεις κατά τις οποίες δύναται να διαταχθεί η άρση του επικοινωνιακού απορρήτου.    

Μέσα από την ανασκόπηση και την κριτική ανάλυση κατ’ αρχήν του ειδικού νόμου 2225/1994, άλλων ειδικών ποινικών νόμων, του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας καθώς και των σχετικών συνταγματικών διατάξεων, αποσαφηνίζονται οι περιορισμοί, οι διαδικασίες και οι προβληματισμοί αναφορικά με την εναρμόνιση του εν λόγω νομοθετικού πλαισίου με το κράτος δικαίου, ενώ συγχρόνως αναδεικνύονται οι περιστάσεις κατά τις οποίες η διάταξη του μέτρου της άρσης ενδέχεται να εγκυμονεί κινδύνους αυθαιρεσιών εκ μέρους του κράτους και των αρμόδιων αρχών.  

Στο κομμάτι της εθνικής ασφάλειας, τονίζεται ιδιαιτέρως ότι η γενική αοριστία των όρων και η επιλογή του νομοθέτη να παρέχει στα δικαστικά όργανα τη δυνατότητα να ερμηνεύουν κατά το δοκούν τα «ειδικά κριτήρια» με βάση τα οποία κρίνεται, ποια πραγματικά περιστατικά και βιοτικά γεγονότα συνιστούν λόγους εθνικής ασφαλείας και κατ’ επέκταση επισύρουν τη διάταξη της άρσης του απορρήτου, συχνά οδηγεί στην ευδοκίμηση καταχρηστικών πρακτικών. Συγχρόνως, η υπέρμετρη και μη ορισμένη επαρκώς σε νομοθετικό επίπεδο εξουσία της εισαγγελικής αρχής, δημιουργεί αμφιβολίες σχετικά με την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας του μέτρου και καθιστά τη διαδικασία ουσιαστικά ανέλεγκτη σε μεγάλο βαθμό.

Κατά την άποψη του γράφοντος, ο νομοθέτης οφείλει να προβεί σε αναθεώρηση του ν. 2225/1994 με σκοπό την εξειδίκευση των διατάξεων, ώστε να διασφαλίζεται η νομιμότητα κάθε ενέργειας κατά τη διαδικασία.

Η διαδικασία άρσης του απορρήτου για τη διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων γεννά επίσης διάφορους προβληματισμούς. Ειδικότερα, η μεθοδολογία που ακολουθείται βάσει της νομοθεσίας, η αναποτελεσματικότητα ορισμένων διατάξεων, καθώς και η ογκώδης συλλογή εγκλημάτων που τυποποιούνται από τον κατάλογο ως «ιδιαίτερα σοβαρά», υπονομεύουν την ομαλή λειτουργία του Ποινικού Δικαίου και θέτουν σε κίνδυνο τα ατομικά δικαιώματα.

Επιπλέον, προσεγγίζεται το ζήτημα των νομίμως και παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοποίησης αυτών. Περαιτέρω, ιδιαίτερησ σημασίας είναι και ο διαχωρισμός μεταξύ των ευρημάτων της ανακριτικής έρευνας και των «τυχαίων ευρημάτων» για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των τόσο των ερευνώμενων προσώπων όσο και τρίτων, αμέτοχων προσώπων. Η ανάλυση των «τυχαίων ευρημάτων» υπογραμμίζει την ανάγκη για σαφείς ρυθμίσεις που θα διασφαλίζουν ότι η αξιοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων γίνεται με τρόπο που προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα και εξασφαλίζει τη νομιμότητα των διαδικασιών.

Συνολικά, το παρόν έργο στοχεύει στο να προβληματίσει το νομικό κόσμο αναφορικά με την ανάγκη για συνεχή βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου, λαμβάνοντας υπόψη τις τεχνολογικές εξελίξεις και τις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας. Ο συνδυασμός εθνικής ασφάλειας, ποινικής δικαιοσύνης και προστασίας του ιδιωτικού βίου αποτελεί αναμφίβολα μία διαρκή πρόκληση για κάθε νομικό σύστημα, και η Ελλάδα σαφώς δεν αποτελεί εξαίρεση. Οι μελλοντικές νομοθετικές παρεμβάσεις θα πρέπει να στοχεύουν στην ενίσχυση της διαφάνειας των διαδικασιών, της δικαιοσύνης και της ασφάλειας, ενώ παράλληλα να προστατεύουν τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα των πολιτών.

Η προστασία της ιδιωτικότητας και η διασφάλιση της νομιμότητας πρέπει να αποτελούν πρωταρχικούς στόχους κάθε νομικής διαδικασίας που ασχολείται με την άρση απορρήτου και τη διαχείριση αποδεικτικών στοιχείων, όπως άλλωστε είναι ωφέλιμο να συμβαίνει και με καθεμία εν γένει νομική διαδικασία.