Τεχνικη πραγματογνωμοσυνη

Ευρετήριο Άρθρου

Με την παρούσα εισήγηση θα επιχειρήσω να σας παρουσιάσω συνοπτικά την τεχνική πραγματογνωμοσύνη, ως αποδεικτικό μέσο για την διερεύνηση των συνθηκών του τροχαίου ατυχήματος, από τη σκοπιά του νομικού και ειδικότερα του μαχόμενου δικηγόρου.

 

Ημερίδα 10.05.2016
Εισήγηση Αθανασίου Ν. Μασούρα,
Δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω,

ΘΕΜΑ: H τεχνική πραγματογνωμοσύνη - Διερεύνηση συνθηκών τροχαίου ατυχήματος.

1.- Νομικό μέρος
Κατά το άρθρο 339 ΚΠολΔ, αποδεικτικά μέσα είναι η ομολογία, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, τα έγγραφα, η εξέταση των διαδίκων, οι μάρτυρες, τα δικαστικά τεκμήρια και οι ένορκες βεβαιώσεις.
Όλα τα ζητήματα σχετικά με την πραγματογνωμοσύνη ρυθμίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 368-392 Κ.Πολ.Δ.
Από τις διατάξεις των άρθρων 368-388 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι η διάταξη πραγματογνωμοσύνης επί συγκεκριμένου ζητήματος ή η διάταξη νέας ή επαναλήψεως ή συμπληρώσεως της αρχικής από τους ίδιους ή άλλους πραγματογνώμονες, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο, κατά το άρθρο 368 § 2 Κ.Πολ.Δ. κρίνει ότι χρειάζονται "ειδικές" γνώσεις επιστήμης ή τέχνης οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες. (ΑΠ 1025/2014)  
Από τις διατάξεις των άρθρων 379 και 380 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, το δικαστήριο δίνει στους πραγματογνώμονες τις αναγκαίες οδηγίες για τον τρόπο με τον οποίο θα εκτελέσουν τα καθήκοντά τους και ότι οι πραγματογνώμονες μπορούν να λάβουν γνώση των στοιχείων της δικογραφίας που είναι χρήσιμα για τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης και με άδεια του δικαστηρίου να ζητήσουν, πριν συντάξουν τη γνωμοδότησή τους, διευκρινίσεις από τους διαδίκους, ή πληροφορίες από τρίτους, ή να καταρτίσουν σχέδια, ή ιχνογραφήματα, να πάρουν φωτογραφίες, ή άλλες απεικονίσεις, ή να κάνουν επιτόπιο εφαρμογή τίτλων, ή τεχνικές ενέργειες, ή να εξετάσουν έγγραφα, ή βιβλία εμπόρων, ή επαγγελματιών. (ΑΠ 624/2013 ΤΠΝ)



Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 370 παρ. 3 ΚΠολΔ, τους πραγματογνώμονες μπορεί να αντικαταστήσει για εύλογη αιτία ο εισηγητής του άρθρου 341 παρ. 3 του ΚΠολΔ ή ο δικαστής που τους διόρισε, με αίτηση των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. δηλ. των ασφαλιστικών μέτρων. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι τους πραγματογνώμονες μπορεί να αντικαταστήσει και το Εφετείο, αν ο διορισμός τους έγινε με απόφαση του δικαστηρίου τούτου και αν συντρέχει εύλογη αιτία για την αντικατάσταση τους, εφαρμόζοντας και πάλι τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ΕφΑθ 2543/2015, ΕφΘεσ 1236/2011, ΕφΔωδ 6/2011, ΕφΔωδ 160/2009, ΕφΛαρ 50/2004, ΕφΠατρ 967/2003, ΕφΑθ 2321/2000, όλες ΤΠΝ). Εύλογη αιτία, εφόσον ο νόμος δεν προσδιορίζει, μπορεί να είναι μεταξύ άλλων η αποποίηση του διορισμού του ή η αδυναμία διενέργειας από αυτόν της πραγματογνωμοσύνης. Όταν συντρέχει τέτοια περίπτωση αντικαταστάσεως του πραγματογνώμονα το δικαστήριο οφείλει να προβεί στην αντικατάσταση και δεν μπορεί να ανακαλέσει προγενέστερη απόφαση αυτού και να κρίνει μη αναγκαίο τον διορισμό του πραγματογνώμονα, καθόσον κατά το στάδιο αυτό (διαδικασία αντικαταστάσεως) δεν έχει τέτοια δικαιοδοσία. Κατά την εκδίκαση τέτοιας αιτήσεως πρέπει να καλούνται από τον αιτούντα (όταν επισπεύδεται από διάδικο), ή από το δικαστήριο όλοι οι διάδικοι (ΕφΑθ 2543/2015 ΕφΘεσ 1236/2011, ΕφΛαρ 50/2004, ΕφΑΘ 2321/2000, ΕφΠατρ 967/2003 οπ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 391 και 392 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αν διορισθούν από το δικαστήριο πραγματογνώμονες καθένας των διαδίκων μπορεί να διορίσει ανά έναν τεχνικό σύμβουλο που έχει την ικανότητα να διορισθεί πραγματογνώμονας. Ο διορισμός του τεχνικού συμβούλου γίνεται αποκλειστικά κατά τον διαγραφόμενο στην διάταξη του άρθρου 392 παρ. 1 ΚΠολΔ τρόπο, δηλαδή εγγράφως, ή προφορικώς με δήλωση, είτε ενώπιον του δικαστηρίου, ή του εντεταλμένου δικαστή, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά, ή την έκθεση, είτε ενώπιον της γραμματείας του δικαστηρίου και συντάσσεται έκθεση χωρίς να απαιτείται επί πλέον και κοινοποίηση της περί διορισμού του τεχνικού συμβούλου δηλώσεως στον αντίδικο του διορίζοντος ή τον διορισθέντα πραγματογνώμονα, ο δε, μετά την τήρηση της ανωτέρω προϋποθέσεως και διατυπώσεως, διοριζόμενος τεχνικός σύμβουλος μπορεί, αφού ο πραγματογνώμονας υποβάλει την γνωμοδότησή του και πριν συζητηθεί η υπόθεση, να υποβάλει και εγγράφως τη γνώμη του επί της γνωμοδοτήσεως. Οποιοσδήποτε άλλος τρόπος διορισμού τεχνικού συμβούλου αποκλείει τη συμμετοχή του, υπό οποιαδήποτε μορφή και σε οποιαδήποτε φάση στην πορεία της πραγματογνωμοσύνης (ΑΠ 249/1996 ΤΠΝ).
Οι νόμιμα διορισθέντες τεχνικοί σύμβουλοι των διαδίκων, βοηθούν με τις τεχνικές τους γνώσεις τον διάδικο που τους διόρισε, μπορούν δε να παρίστανται σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις, όπου παρίστανται οι πραγματογνωμοσύνες και έχουν τις εξουσίες των άρθρων 380 § 1 και 382 § 2, δηλ. να λάβουν γνώση των χρήσιμων, για τη γνωμοδότησή τους, στοιχείων της δικογραφίας και να παρίστανται στις συνεδριάσεις, να υποβάλλουν ερωτήσεις και να ζητούν την ανάγνωση εγγράφων. Ειδικότερα  σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 392 ΚΠολΔ έχουν τη δυνατότητα μετά την υποβολή της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων και πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης να αναπτύξουν τη γνώμη τους επί της γνωμοδοτήσεως του πραγματογνώμονα προφορικώς ενώπιον του δικαστηρίου ή να υποβάλλουν αυτήν εγγράφως καθώς και να απευθύνουν  ερωτήσεις προς τους πραγματογνώμονες. Στις πράξεις όμως που ενεργεί ο πραγματογνώμονας για να επιτελέσει το έργο του, όπως π.χ. ιατρικές εξετάσεις δεν έχουν δικαίωμα να παρίστανται οι διάδικοι ή οι τεχνικοί τους σύμβουλοι και συνακόλουθα η παράλειψη κλητεύσεως τους δεν επιφέρει ακυρότητα της πραγματογνωμοσύνης, αφού δεν πρόκειται για διενέργεια διαδικαστικών πράξεων, κατά την έννοια των άρθρων 382 § 1 και 392 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ  1025/2014 ΤΠΝ,  ΑΠ 86/2015 ΤΠΝ).
Το δικαστήριο που διέταξε την πραγματογνωμοσύνη δεν είναι  υποχρεωμένο, να δεχθεί και το πόρισμά της, αφού κατά τη διάταξη του άρθρου 387 ΚΠολΔ, που επαναλαμβάνει τον ορισμό του άρθρου 340 του ίδιου κώδικα η πραγματογνωμοσύνη εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, ακόμη και όταν διατάχθηκε υποχρεωτικά κατ` άρθρο 386 και δεν έχει αυξημένη δύναμη, σε σχέση με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, που να δεσμεύει το δικαστήριο να δεχθεί την απόδειξη που προκύπτει από αυτή και συνεπώς η συνεκτίμησή της με τα άλλα αποδεικτικά μέσα μπορεί να οδηγήσει το δικαστήριο σε σχηματισμό δικανικής πεποίθησης που να είναι και αντίθετη με το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης, η δε σχετική ως προς την εκτίμηση της πραγματογνωμοσύνης κρίση του δικαστηρίου δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται και είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 ΚΠολΔ, ως αναγομένη στην εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων (ΑΠ 86/2015, ΑΠ 1020/2014, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 879/2009, ΑΠ 1225/2009, ΑΠ 2017/2009 όλες ΤΠΝ).



Επίσης κατά το άρθρο 390 ΚΠολΔ το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τις γνωμοδοτήσεις προσώπων, που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης σε αιτήματα που αφορούν εκκρεμή δίκη, οι οποίες συντάχθηκαν ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου και προσάγονται από αυτόν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι έγγραφες εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων των διαδίκων, με τις οποίες διατυπώνουν κατά το άρθρο 392 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. τις γνώσεις τους για τη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, εφόσον συντάχθηκαν κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά έγγραφα που εκτιμώνται, ως τεκμήρια, ελεύθερα από το δικαστήριο (ΑΠ 1020/2014, ΑΠ 779/2005, ΑΠ 621/2000 όλες ΤΠΝ).
Σε περίπτωση που οι πραγματογνώμονες είτε δεν ακολούθησαν τις οδηγίες είτε δεν έλαβαν υπόψη τα στοιχεία της δικογραφίας και παρά ταύτα συνέταξαν την έκθεσή τους, δεν δημιουργείται ακυρότητα ακόμη και αν υπάρχει βλάβη του διαδίκου. Διότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 387 και 388 του ΚΠολΔ το δικαστήριο, από τη μία πλευρά εκτιμά ελεύθερα τη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων και επομένως έχει εξουσία να μην της προσδώσει βαρύτητα, αν δεν ακολουθήθηκαν οι οδηγίες που δόθηκαν στους πραγματογνώμονες ή οι διευκρινίσεις των διαδίκων, και από την άλλη πλευρά έχει το δικαίωμα, αν το κρίνει σκόπιμο, να διατάξει είτε με αίτηση των διαδίκων είτε και αυτεπαγγέλτως νέα πραγματογνωμοσύνη ή επανάληψη ή συμπλήρωσή της από τους ίδιους ή άλλους πραγματογνώμονες (ΑΠ 900/2014 ΤΠΝ, ΑΠ 624/2013 ΤΠΝ, ΑΠ 1326/2003 ΤΠΝ, ΑΠ 297/2011 ΤΠΝ, ΑΠ 1588/1991 ΕλλΔ/νη 34, 326).
Επανάληψη της πραγματογνωμοσύνης διατάσσεται από το δικαστήριο όταν η αρχική πραγματογνωμοσύνη έχει ατέλειες ή ασάφειες, που δεν μπορούν να θεραπευθούν με την παροχή διευκρινήσεων, κατά το άρθρο 384 ΚΠολΔ. Η νέα πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται ως προς τα ίδια θέματα, για τα οποία είχε διαταχθεί η αρχική αλλά από καινούριους πραγματογνώμονες, όταν το δικαστήριο δεν έχει τις αναγκαίες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις για να ελέγξει το περιεχόμενο της αρχικής γνωμοδοτήσεως, η ορθότητα της οποίας αμφισβητείται κατά τρόπο που κλονίζει το δικαστήριο. (ΑΠ 1025/2014 ΤΠΝ)
Τέλος από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 375, 380, 382, 392 και 159 παρ.2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση μη επίδοσης στον αντίδικο αντιγράφου της απόφασης περί διορισμού πραγματογνώμονα, η ακυρότητα της πραγματογνωμοσύνης, από την μη κοινοποίηση της απόφασης διορισμού του στους διαδίκους, επέρχεται μόνο, αν η παράβαση αυτή επέφερε βλάβη στον διάδικο που την επικαλείται κατ' άρθρο 159 παρ.3 ΚΠολΔ, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά. Μόνο, όμως, ο μη διορισμός τεχνικού συμβούλου δεν αρκεί για να θεμελιώσει βλάβη, αφού, όπως προκύπτει από το άρθρο 392 παρ.1 και 3 του ΚΠολΔ, ο διορισμός του μπορεί να γίνει και μετά την πραγματογνωμοσύνη έως τη συζήτηση της υπόθεσης και να αναπτύξει και τη γνώμη του για τη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων προφορικά ενώπιον του δικαστηρίου ή να την υποβάλει εγγράφως, να υποβάλει δε και ερωτήσεις στους πραγματογνώμονες. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 368 επ. του ΚΠολΔ για την πραγματογνωμοσύνη, δεν απορρέει υποχρέωση του πραγματογνώμονα να καλέσει τους διαδίκους να του προσκομίσουν στοιχεία. (ΑΠ 624/2013 ΤΠΝ).
Συνοψίζοντας, επιτρέψτε μου να επαναλάβω ότι το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα την πραγματογνωμοσύνη και τις γνωμοδοτήσεις των τεχνικών συμβούλων και να επισημάνω την ανάγκη να γίνει άμεση εκκαθάριση των καταλόγων των πραγματογνωμόνων, που τηρείται στο κάθε Πρωτοδικείο, γιατί όλο και περισσότεροι πραγματογνώμονες για διάφορες αιτίες αρνούνται τον διορισμό τους, γεγονός που επιβάλλει την αίτηση αντικατάστασης, επιβαρύνει με αδικαιολόγητα έξοδα τον επιμελέστερο των διαδίκων, επιβαρύνει με ανούσιο φόρτο εργασίας δικαστές, γραμματείς κλπ και  δημιουργεί σοβαρή καθυστέρηση στην ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης.
2: Οι βασικοί λόγοι που καθιστούν αναγκαία την τεχνική πραγματογνωμοσύνη στην διερεύνηση των συνθηκών επέλευσης του τροχαίου ατυχήματος.  
Όπως είναι γνωστό η ραγδαία και ασυγκράτητη εξέλιξη της τεχνολογίας οδηγεί στην παραγωγή υπερσύγχρονων αυτοκινήτων με τρομακτικές επιδόσεις ακόμα και στην κατηγορία μικρού κυβισμού, λόγω της χρήσης  κινητήρων υπερπλήρωσης καυσίμου (τούρμπο).



Τα σύγχρονα αυτοκίνητα οδηγούν όλο και περισσότεροι άνθρωποι κάθε ηλικίας, πλημμελούς εκπαίδευσης, αμφισβητούμενης οδηγητικής παιδείας και ικανότητας, γεμάτοι άγχος και βιασύνη να ανταποκριθούν στις πολλαπλές υποχρεώσεις της σύγχρονης καθημερινότητας, ενώ πολλές φορές και υπό την επίδραση απαγορευμένων ουσιών.  
Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με την συνήθη (για τα Ελληνικά δεδομένα) κακή ποιότητα κατασκευής του οδοστρώματος, την πλημμελή, συχνά δε και μηδενική συντήρηση του οδοστρώματος, την ελλιπή ή κακή διαγράμμιση και σήμανση των οδών, είναι μερικοί από τους κυριότερους παράγοντες πρόκλησης όλο και περισσότερων τροχαίων ατυχημάτων, ατυχημάτων με υλικές ζημίες και ατυχημάτων με σωματικές βλάβες ή/και θάνατο.
Στα τροχαία ατυχήματα με υλικές ζημίες δεν συντάσσεται έκθεση αυτοψίας παρά μόνον δελτίο τροχαίου ατυχήματος. Μάλιστα, αντίθετα με ότι ίσχυε και συνέβαινε στο παρελθόν, πλέον τα όργανα της Τροχαίας δεν έχουν το δικαίωμα να καταγράψουν στο δελτίο τροχαίου ατυχήματος καμία απολύτως προσωπική τους κρίση ή θέση αναφορικά με τις συνθήκες επέλευσης του τροχαίου περιστατικού του οποίου επιλήφθηκαν.
Απλά υποχρεούνται  να καταγράψουν τα στοιχεία των εμπλεκόμενων οδηγών και οχημάτων, την τυχόν ύπαρξη ή μη κάθετης και οριζόντιας σήμανσης και τις πορείες των οχημάτων, κατά δήλωση των οδηγών.  
Στα τροχαία ατυχήματα με σωματικές βλάβες ή/και θάνατο συντάσσεται υποχρεωτικά από αρμόδιο όργανο της Τροχαίας το υπόδειγμα ΤΡ14 του  τυπογραφείου της Αστυνομίας με τίτλο ΕΚΘΕΣΗ ΑΥΤΟΨΙΑΣ ΤΡΟΧΑΙΟΥ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ και το ΠΡΟΧΕΙΡΟ ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ.
Η έκθεση αυτοψίας και το πρόχειρο σχεδιάγραμμα είναι δημόσια έγγραφα και ως τέτοια έχουν το τεκμήριο της αυξημένης αποδεικτικής βαρύτητας. Ως τέτοια, δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από κανένα διάδικο ούτε και από το Δικαστήριο, παρά μόνον αν προσβληθούν ως πλαστά. Ωστόσο, όποιος προσβάλλει δημόσιο έγγραφο ως πλαστό οφείλει να κατονομάζει τον πλαστογράφο και να προτείνει και μάρτυρες, ειδάλλως η δικονομική αυτή επιλογή τυγχάνει αλυσιτελής και απρόσφορη να στηρίξει και ενισχύσει την υπερασπιστική του γραμμή.
Παρενθετικά να θέσω υπόψιν σας ότι στην πράξη η τυχόν μήνυση ή η μηνυτήρια αναφορά κατά των οργάνων της τροχαίας για πλαστογραφία της έκθεσης αυτοψίας ή του σχεδιαγράμματος ή για αλλοίωση-χάλκευση των στοιχείων τους, συνήθως, τίθενται με συνοπτικές διαδικασίες στο αρχείο με την αιτιολογία ότι τα αρμόδια όργανα της Τροχαίας δεν έχουν λόγο να αλλοιώσουν ή παραποιήσουν το περιεχόμενο της έκθεσης  αυτοψίας ή του σχεδιαγράμματος, ενώ ο μηνυτής διάδικος κινδυνεύει να βρεθεί και κατηγορούμενος για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση.
Παράλληλα οι Δικαστές στην συντριπτική τους πλειοψηφία και για διάφορους λόγους, η ανάπτυξη των οποίων δεν είναι της παρούσης, πρόθυμα και αβασάνιστα ενστερνίζονται και υιοθετούν τις θέσεις και το περιεχόμενο της έκθεσης αυτοψίας και του πρόχειρου σχεδιαγράμματος, ως εκ των προτέρων σωστές και αδιαπραγμάτευτες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα αν κανείς διάδικος αποτολμήσει να αμφισβητήσει την ορθότητα ή την ακρίβεια κάποιας επιμέρους καταγραφής στην έκθεση αυτοψίας ή στο σχεδιάγραμμα να βρίσκεται αντιμέτωπος με το κλασσικό ερώτημα: «προσβάλλετε το έγγραφο ως πλαστό»; Και αν το ερώτημα αυτό δεν υποβληθεί από τον κ. Δικαστή υποβάλλεται από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του αντιδίκου του, τα δικονομικά συμφέροντα του οποίου προφανώς εξυπηρετούνται από την τυχόν ανακριβή ή ασαφή-αμφισβητούμενη καταγραφή.



Βεβαίως πρέπει να σημειωθεί ότι δεν λείπουν και φωτεινά παραδείγματα Δικαστών, οι οποίοι δεν διστάζουν (συνήθως με τεκμηριωμένη περί του αντιθέτου τεχνική πραγματογνωμοσύνη) να αχθούν σε δικανική κρίση ότι η έκθεση αυτοψίας της Τροχαίας ή/και το σχεδιάγραμμα δεν αποδίδουν τα πραγματικά δεδομένα του συμβάντος. Ωστόσο αυτά αποτελούν την εξαίρεση.
Κατά κανόνα τα Δικαστήρια της ουσίας στα πλαίσια της διερεύνησης των συνθηκών επέλευσης του τροχαίου ατυχήματος, αξιολογούν την έκθεση αυτοψίας και το πρόχειρο σχεδιάγραμμα, ως αποδεικτικά μέσα μείζονος σημασίας και αυξημένης αποδεικτικής βαρύτητας και στηρίζονται στις καταγραφές τους για να αχθούν σε κρίση για το ζήτημα της υπαιτιότητας.
Η επιλογή αυτή βασίζεται στο καταρχήν ορθό σκεπτικό ότι η έκθεση αυτοψίας και το πρόχειρο σχεδιάγραμμα συντάσσονται από τα όργανα της Τροχαίας, τα οποία είναι κατά τεκμήριο αντικειμενικά και «τρίτα» πρόσωπα ως προς τους διαδίκους.  
Ωστόσο δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο συντάκτης τους-προανακριτικός υπάλληλος έχει τις απαραίτητες γνώσεις ώστε να είναι ακριβής η αυτοψία, και το πρόχειρο σχεδιάγραμμα, το οποίο πολλές φορές δεν σχεδιάζεται υπό κλίμακα, ούτε αποτυπώνει απόλυτα όλα τα ευρήματα. Κι αυτό γιατί, αφενός μεν η εκπαίδευση των αρμόδιων οργάνων της τροχαίας στο αντικείμενο που καλούνται να υπηρετήσουν είναι ελλιπής έως ανύπαρκτη αφετέρου δε στερούνται σύγχρονου τεχνολογικού εξοπλισμού.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα όχι σπάνια τα Δικαστήρια να εκδίδουν εσφαλμένη απόφαση, αφού η κρίση τους είναι στηριγμένη σε εσφαλμένα ή ελλιπή στοιχεία.
Ειδικά για το θέμα της χρήσης της σύγχρονης τεχνολογίας επιτρέψτε μου να εκφράσω την θλίψη μου και την απογοήτευσή μου γιατί μέχρι και σήμερα δεν κατέστη εφικτό τα όργανα της Τροχαίας να χρησιμοποιούν σε όλα τα τροχαία ατυχήματα με σωματικές βλάβες ή/και θάνατο συσκευές βιντεοσκόπησης, ώστε να είναι δυνατή η απόλυτη αποτύπωση όλων των ευρημάτων μετά από ένα τροχαίο ατύχημα και η επισκόπηση και αξιολόγησή του σχετικού ψηφιακού δίσκου  από το Δικαστήριο και τους διαδίκους, αλλά και από τους πραγματογνώμονες-τεχνικούς συμβούλους.
Υπενθυμίζω ότι στο τριήμερο Συνέδριο με θέμα Τροχαίο Ατύχημα - Ιδιωτική Ασφάλιση  που διοργάνωσε τον 12ο του 2008 η ΕΝΑΔΙΑΒΕ με τον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης η σχετική πρόταση έτυχε ένθερμης υποδοχής από όλους τους συμμετέχοντες και από τον τότε Υποδιευθυντή Τροχαίας Θεσσαλονίκης κ. Αποστολίδη που είχε εισηγηθεί σχετικά με την έκθεση αυτοψίας.
Παρά ταύτα, μέχρι και σήμερα δεν έχει καθιερωθεί νομοθετικά η υποχρεωτική χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας και η βιντεοσκόπηση του τόπου του ατυχήματος και των ευρημάτων σε τροχαία ατυχήματα με σωματικές βλάβες ή/και θάνατο.

Κεφάλαιο 3ο : Η τεχνική πραγματογνωμοσύνη σε τροχαία ατυχήματα υλικών ζημιών και σε τροχαία ατυχήματα με σωματικές βλάβες ή/και θάνατο, υπαιτιότητα και ανάλυση-ανασχεδιασμός ατυχήματος.  
Όπως παραπάνω τονίσθηκε στα τροχαία ατυχήματα υλικών ζημιών οι πληροφορίες του δελτίου τροχαίου ατυχήματος τις περισσότερες φορές πολύ λίγα μπορούν να συνεισφέρουν στην διερεύνηση των συνθηκών επέλευσής του.
Έτσι αποκτά ιδιαίτερη αποδεικτική αξία η τεχνική πραγματογνωμοσύνη που συντάσσεται με επιμέλεια των διαδίκων, για την διερεύνηση των συνθηκών επέλευσης του ατυχήματος, αφού σχεδόν ποτέ δεν διατάσσεται η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από το Δικαστήριο για τροχαία ατυχήματα με υλικές ζημίες.
Πολλές φορές η τεχνική πραγματογνωμοσύνη διενεργείται με επιμέλεια του ενάγοντα προς απόδειξη της τυχόν ολοσχερούς καταστροφής του ζημιωθέντος οχήματος και του ασύμφορου της επισκευής του ή και το αντίθετο, δηλαδή με επιμέλεια του εναγομένου προς απόδειξη του ισχυρισμού ότι το όχημα μπορούσε να επισκευαστεί, δεν υπήρχε ολοσχερής καταστροφή του ή και για να υποστηριχθεί η ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντα στην επίταση της ζημίας του, η οποία κόστισε περισσότερο από την αξία του.



Άλλες φορές, η τεχνική πραγματογνωμοσύνη διενεργείται με επιμέλεια του εναγομένου προς αντίκρουση της αγωγής (π.χ. αμφισβήτηση επέλευσης του ατυχήματος-ισχυρισμός περί συμπαιγνίας, αμφισβήτηση εμπλοκής του οχήματος του εναγομένου, ένταση αποκλειστικής ευθύνης τρίτου οδηγού κατ΄ άρθρο 5 Ν. ΓπΝ κ.ο.κ.), είτε προς αντίκρουση των αγωγικών κονδυλίων (π.χ. αμφισβήτηση των κονδυλίων ως υπερβολικών και διογκωμένων, ζημία προϋπάρχουσα, η οποία δεν συνδέεται με το επίδικο ατύχημα κ.ο.κ.)
Ωστόσο τα Δικαστήρια σπάνια διατάσσουν την διενέργεια τεχνικής πραγματογνωμοσύνης, ακόμα κι αν πρόκειται για περίπλοκα τροχαία ατυχήματα με σωματικές βλάβες ή/και θάνατο. Επιτρέψτε μου να μοιραστώ μαζί σας την προσωπική μου εμπειρία και να σας πληροφορήσω ότι η μοναδική φορά που μου έτυχε το Δικαστήριο να ορίσει πραγματογνώμονα για να συντάξει τεχνική πραγματογνωμοσύνη αφορούσε θανατηφόρο ατύχημα στα πλαίσια σύγκρουσης Ι.Χ. με δίκυκλο, καθέτως κινουμένων, σε διασταύρωση με φωτεινούς σηματοδότες, προκειμένου να αποφανθεί ο πραγματογνώμονας ποιός οδηγός παραβίασε τον ερυθρό σηματοδότη και ποιός πέρασε με πράσινο φώς.
Συνήθως τα Δικαστήρια της ουσίας δεν διορίζουν πραγματογνώμονα για τις συνθήκες επέλευσης του ατυχήματος, προφανώς αρκούνται ή καλύπτονται από τις τεχνικές εκθέσεις που συντάσσουν πραγματογνώμονες που διορίζονται από τα αρμόδια όργανα της Τροχαίας.
Ωστόσο στις εν λόγω τεχνικές εκθέσεις οι διορισθέντες από την Τροχαία πραγματογνώμονες συνήθως αποτυπώνουν φωτογραφικά και περιγράφουν κατά τρόπο τυπολατρικό και στερεότυπο την μηχανολογική και τεχνική κατάσταση του κάθε εμπλεκόμενου οχήματος, (συγκρουσθείσες επιφάνειες, κατάσταση φρένων, ελαστικών, φώτων, πιστοποιητικό ΚΤΕΟ κοκ). Βέβαια όλα αυτά τα στοιχεία δεν είναι ήσσονος σημασίας, αλλά πολλές φορές αποδεικνύονται πολύ φτωχά για να διαφωτίσουν επαρκώς τις συνθήκες επέλευσης του ατυχήματος.
Σε κάθε περίπτωση οι διορισθέντες από την Τροχαία πραγματογνώμονες δεν προβαίνουν σε εκτιμήσεις και αξιολογικές κρίσεις για τις συνθήκες επέλευσης του ατυχήματος και την υπαιτιότητα εν γένει, πολύ δε μάλλον δεν ασχολούνται με την ανάλυση των συνθηκών ατυχήματος και τον ανασχεδιασμό του.
Η τεχνική πραγματογνωμοσύνη πολλές φορές καλείται να συνεισφέρει στην διαφώτιση και αποσαφήνιση ιδιαίτερα σημαντικών κενών και πλημμελειών, τα οποία είτε από αμέλεια είτε από ανικανότητα των οργάνων της Τροχαίας υπάρχουν στην έκθεση αυτοψίας και στο σχεδιάγραμμα. Επιτρέψτε μου να αναφέρω ενδεικτικά και χωρίς καμία απολύτως επικριτική διάθεση, ότι  πολλές φορές στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα δεν αποτυπώνονται:
το πιθανό σημείο σύγκρουσης των οχημάτων,
το πιθανό σημείο παράσυρσης του πεζού,
η πιθανή αρχική θέση του πεζού στο πεζοδρόμιο, ποια ήταν η πιθανή κίνησή του, δηλαδή από ποιά πλευρά ως προς την πορεία του οχήματος εισήλθε και διέσχισε το οδόστρωμα,
η τελική θέση του σώματος του πεζού,
η τελική θέση του οχήματος,
η απόσταση από το πιθανό σημείο σύγκρουσης μέχρι την τελική θέση του σώματος του πεζού και την τελική θέση του οχήματος κοκ.



Συνεπώς η τεχνική πραγματογνωμοσύνη είναι χρήσιμο εργαλείο για κάθε διάδικο προκειμένου να αποδείξει κρίσιμα και αποφασιστικής σημασίας πραγματικά περιστατικά και ισχυρισμούς, ιδίως αναφορικά:
α.- με το ζήτημα της υπαιτιότητας ή/και συνυπαιτιότητας (π.χ. την ορατότητα, τις συνθήκες της οδού, την πορεία των εμπλεκομένων οχημάτων ή την κίνηση των πεζών, την τεχνική κατάσταση, την ταχύτητα,  τις επιδόσεις και δυνατότητες των εμπλεκομένων οχημάτων, τα σημεία σύγκρουσης, την αξιολόγηση των ευρημάτων όπως ίχνη τροχοπέδησης ή πλαγιολίσθησης, λάδια, νερά, θραύσματα γυαλιών, χαραγές) και συνακόλουθα με τη χρήση της τεχνολογίας να παρουσιάσει την ανάλυση, τον ανασχεδιασμό και την αναπαράσταση ακόμη και τρισδιάστατα των συνθηκών επέλευσης του ατυχήματος.
β.- με το ζήτημα της τυχόν συνυπαιτιότητας ως προς την έκταση των σωματικών βλαβών ή τον θανάσιμο τραυματισμό του παθόντος-θύματος (π.χ.  εάν φορούσε ζώνη ασφαλείας ή όχι, αν η μη χρήση της ζώνης ασφαλείας βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με τον θανάσιμο τραυματισμό του σε σχέση με την σφοδρότητα της σύγκρουσης και τις στρεβλώσεις του αμαξώματος).
γ.- με το ζήτημα της ασφαλιστικής κάλυψης (π.χ. ποιος οδηγούσε το όχημα), συνακόλουθα την άσκηση αγωγής-αναγωγής περί ανάκτησης, επανείσπραξης, από την ασφαλιστική εταιρία κοκ.   
Όλα τα παραπάνω ή έστω και ένα από αυτά αποτελούν εξαιρετικά πολύτιμες πληροφορίες για τον Δικαστή που έχει τη διάθεση να ασχοληθεί σοβαρά και επιθυμεί αφού αξιολογήσει σωστά όλα τα αποδεικτικά στοιχεία να εκδώσει μια δίκαιη απόφαση για το ζήτημα της υπαιτιότητας ή/και συνυπαιτιότητας στην επέλευση των συνθηκών του ατυχήματος και να κρίνει εάν υπάρχει βαθμός συνυπαιτιότητας στην επέλευση των σωματικών βλαβών η/και του θανάσιμου τραυματισμού. Η δε κρίση του δικαστηρίου για τα παραπάνω καθορίζει αποφασιστικά και την κρίση του στο ζήτημα της επιδίκασης αποζημίωσης.

Κεφάλαιο 4ο : Ο πραγματογνώμονας - τεχνικός σύμβουλος ως μάρτυρας στη δίκη των τροχαίων ατυχημάτων.
Συνήθως η έκθεση του πραγματογνώμονα - τεχνικού συμβούλου κατατίθεται στο Δικαστήριο με τις προτάσεις του διαδίκου - εντολέα του και κατά τη διαδικασία ο τεχνικός σύμβουλος εξετάζεται ως μάρτυρας επιβεβαιώνει το περιεχόμενο της έκθεσής του και καταθέτει - διευκρινίζει ότι άλλο υπέπεσε στην αντίληψή του και γνωρίζει με βάση την αυτοψία και την έρευνα που πραγματοποίησε αλλά και την εμπειρία του.
Τελευταία στα ακροατήρια των Πολιτικών Δικαστηρίων ανακύπτουν σοβαρά ζητήματα, έριδες και αντεγκλήσεις λόγω της απροθυμίας μερίδας Δικαστών να δεχθούν και να εξετάσουν ως μάρτυρες σε δίκες τροχαίων ατυχημάτων τους πραγματογνώμονες - τεχνικούς συμβούλους των διαδίκων. Μάλιστα η μερίδα αυτή των Δικαστών έχει την γνώμη ότι εφόσον ο πραγματογνώμονας καταθέσει την έκθεσή του, αναφέρεται σε αυτήν, επιβεβαιώνει το περιεχόμενό της, το Δικαστήριο θα την εκτιμήσει και συνακόλουθα δεν υπάρχει κάτι άλλο που θα μπορούσε να καταθέσει ο πραγματογνώμονας για να εξεταστεί ως μάρτυρας και δεν επιτρέπει την περαιτέρω εξέτασή του.
Κατά τη γνώμη μου η προσέγγιση αυτή, ευτυχώς από μία μόνον μερίδα των Δικαστών είναι εσφαλμένη, αδικεί τη διαδικασία και την απόδοση της δικαιοσύνης για πολλούς λόγους:
Πρώτον γιατί το ίδιο το Δικαστήριο οφείλει να αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες που του δίδονται για την ανεύρεση της αλήθειας. Συνεπώς οφείλει να υποβάλλει τον πραγματογνώμονα - τεχνικό σύμβουλο στην δικονομική βάσανο του ακροατηρίου και να προσπαθήσει να ελέγξει την αξιοπιστία των επιστημονικών θέσεων και πορισμάτων που εκφράζει με την έκθεσή του, η οποία ούτως ή άλλως δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, αλλά εάν δεν αναπτυχθεί έστω και συνοπτικά η έκθεση πραγματογνωμοσύνης κατά την ακροαματική διαδικασία και εάν το Δικαστήριο δεν υποβάλλει διευκρινιστικές ερωτήσεις, ώστε να δοθούν απαντήσεις και να καταχωρηθούν στα πρακτικά, πως θα αξιολογήσει το Δικαστήριο την αξιοπιστία και φερεγγυότητα μιας τεχνικής έκθεσης με επιστημονικές λεπτομέρειες, κατά τη μελέτη της υπόθεσης, τη στιγμή κατά την οποία το  Δικαστήριο πιθανότατα δεν κατέχει τις ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης, τις οποίες επικαλείται ο πραγματογνώμων.
Δεύτερον γιατί και ο διάδικος που δεν διόρισε τον πραγματογνώμονα - τεχνικό σύμβουλο έχει αναφαίρετο δικαίωμα να υποβάλλει ερωτήσεις στον πραγματογνώμονα - τεχνικό σύμβουλο ώστε να προσπαθήσει να ανταποδείξει ότι όσα υποστηρίζει ο προταθείς από τον αντίδικό του πραγματογνώμονας - τεχνικός σύμβουλος δεν ευσταθούν ή στερούνται αξιοπιστίας ή είναι αντίθετα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής και τους κανόνες της φυσικής.
Τρίτον γιατί συνήθως οι πραγματογνώμονες - τεχνικοί σύμβουλοι πέρα από όσα αναπτύσσουν με την έκθεσή τους και τις αξιολογικές κρίσεις και εκτιμήσεις τους, στις οποίες καταλήγουν με βάση τους κανόνες της επιστήμης και την εμπειρία τους, στα πλαίσια της αυτοψίας και της έρευνας των  συνθηκών επέλευσης του εκάστοτε τροχαίου ατυχήματος έρχονται σε επαφή με τους εμπλεκόμενους οδηγούς ή με αυτόπτες μάρτυρες συζητούν μαζί τους και πληροφορούνται σε ανύποπτο χρόνο σημαντικά πραγματικά περιστατικά και λεπτομέρειες, τα οποία δύναται να ασκήσουν έννομη επιρροή στην κάθε διαφορά.
Τέταρτον γιατί υπάρχουν πληθώρα ατυχημάτων ιδίως θανατηφόρα στα οποία δεν υπήρχε αυτόπτης μάρτυρας. Συνεπώς οι ενάγοντες - οικείοι του θανόντος εάν δεν επιτραπεί η εξέταση ως μάρτυρα του πραγματογνώμονα τεχνικού συμβούλου ουσιαστικά αποστερούνται του αποδεικτικού μέσου του μάρτυρα, αναφορικά με το ζήτημα της υπαιτιότητας.    
Τέλος γιατί σε τόσο σοβαρές υποθέσεις αξίζει τον κόπο να αναζητούμε την αλήθεια και να μην φειδώμεθα κόπου και χρόνου αποδεχόμενοι και το ενδεχόμενο κάποια ή κάποιες φορές να εξεταστεί ένας μάρτυρας χωρίς ουσιαστικό όφελος για την ανεύρεση της αλήθειας.


 

Κεφάλαιο 5ο : Επίμετρο  
Εν κατακλείδι, έχω τη γνώμη ότι η τεχνική πραγματογνωμοσύνη (ανεξάρτητα από το εάν διατάχθηκε από το Δικαστήριο ή έγινε κατά παραγγελία ενός εκ των διαδίκων) πρέπει να αξιοποιηθεί περισσότερο ως αποδεικτικό μέσο για την διερεύνηση των συνθηκών επέλευσης του τροχαίου ατυχήματος.
Κι αυτό γιατί η τεχνική πραγματογνωμοσύνη μπορεί να διαφωτίσει και να συμπληρώσει τυχόν κενά και ασάφειες που μπορεί να προκύπτουν από την προανάκριση, να αναδείξει και διορθώσει τυχόν εσφαλμένες καταγραφές, να αναδείξει αποδεικτικά στοιχεία που προφανώς εκ παραδρομής ή λόγω έλλειψης της σύγχρονης υλικοτεχνικής υποδομής και τεχνολογίας δεν επισημάνθηκαν αρκούντως ή καθόλου και με βάση την παρατήρηση και τους κανόνες της επιστήμης και της τεχνικής να δώσει απαντήσεις σε κρίσιμα και αποφασιστικής σημασίας ζητήματα, αποτελώντας ένα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια του έμπειρου και φιλότιμου Δικαστή της ουσίας, που έχει διάθεση να αναζητήσει την αλήθεια και να αποδώσει δικαιοσύνη.   
Βεβαίως, σε κάθε καλόπιστο και αντικειμενικό παρατηρητή προκαλούνται ενδοιασμοί και σκεπτικισμός αναφορικά με την αξιοπιστία και φερεγγυότητα της τεχνικής έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, όποτε διενεργείται κατά παραγγελία ενός εκ των διαδίκων, εξαιτίας του ότι ο ιδιώτης πραγματογνώμονας - τεχνικός σύμβουλος καταλήγει κάθε φορά σε ευνοϊκά για τον εντολέα του συμπεράσματα.
Μάλιστα η δυσπιστία εντείνεται διότι δυστυχώς δεν λείπουν και περιπτώσεις πραγματογνωμόνων οι οποίοι δεν έχουν συνέπεια στην εκφορά της επιστημονικής τους θέσης, αλλά αντίθετα δεν διστάζουν σε δύο πανομοιότυπες περιπτώσεις να υποστηρίζουν εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις ανάλογα με τα «συμφέροντα» του εκάστοτε διαδίκου - εντολέα τους.
Και παρακαλώ να μην σπεύσουν οι παρευρισκόμενοι και συμμετέχοντες πραγματογνώμονες να με διαψεύσουν, γιατί δεν αποτελεί μόνον δική μου διαπίστωση ή επιπόλαιη εκτίμηση κάποιων μαχόμενων δικηγόρων, αλλά συχνή παρατήρηση καταξιωμένων δικαστικών λειτουργών και μάλιστα από έδρας, γεγονός που κατά τη γνώμη μου δεν πρέπει να αφήνει αδιάφορους τους σωστούς επαγγελματίες πραγματογνώμονες.
Επαφίεται στην πλειοψηφία των σοβαρών επαγγελματιών πραγματογνωμόνων με την συνεχή επιμόρφωση, την αξιοποίηση της τεχνολογίας και της επιστήμης, με άρτιες και τεκμηριωμένες εκθέσεις, με σεβασμό στο θεσμό που υπηρετούν, με συνέπεια στην εκφορά θέσεων και συμπερασμάτων να αποκαταστήσουν το κύρος, την αξιοπιστία και την φερεγγυότητα των εκθέσεων που συντάσσονται κατά παραγγελία ιδιωτών και να περιορίσουν - απομονώσουν αρνητικές συμπεριφορές που κλονίζουν την εμπιστοσύνη στο αποδεικτικό μέσο της τεχνικής πραγματογνωμοσύνης.
Σε κάθε περίπτωση την ασφάλεια του δικαίου καλείται θεσμικά να υπηρετήσει ο Έλληνας δικαστής, ο οποίος έχει το δικαίωμα κατά τη δικαία και κυρίαρχη κρίση του να εκτιμά ελεύθερα τις γνωμοδοτήσεις και τις εκθέσεις των πραγματογνωμόνων. Σας ευχαριστώ.

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ν. ΜΑΣΟΥΡΑΣ
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
26ης Οκτωβρίου 10
54627 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
τηλ. 2310520558 κιν. 6945872200,
Email: [email protected]