Τεχνικη πραγματογνωμοσυνη

Ευρετήριο Άρθρου


Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 370 παρ. 3 ΚΠολΔ, τους πραγματογνώμονες μπορεί να αντικαταστήσει για εύλογη αιτία ο εισηγητής του άρθρου 341 παρ. 3 του ΚΠολΔ ή ο δικαστής που τους διόρισε, με αίτηση των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. δηλ. των ασφαλιστικών μέτρων. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι τους πραγματογνώμονες μπορεί να αντικαταστήσει και το Εφετείο, αν ο διορισμός τους έγινε με απόφαση του δικαστηρίου τούτου και αν συντρέχει εύλογη αιτία για την αντικατάσταση τους, εφαρμόζοντας και πάλι τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ΕφΑθ 2543/2015, ΕφΘεσ 1236/2011, ΕφΔωδ 6/2011, ΕφΔωδ 160/2009, ΕφΛαρ 50/2004, ΕφΠατρ 967/2003, ΕφΑθ 2321/2000, όλες ΤΠΝ). Εύλογη αιτία, εφόσον ο νόμος δεν προσδιορίζει, μπορεί να είναι μεταξύ άλλων η αποποίηση του διορισμού του ή η αδυναμία διενέργειας από αυτόν της πραγματογνωμοσύνης. Όταν συντρέχει τέτοια περίπτωση αντικαταστάσεως του πραγματογνώμονα το δικαστήριο οφείλει να προβεί στην αντικατάσταση και δεν μπορεί να ανακαλέσει προγενέστερη απόφαση αυτού και να κρίνει μη αναγκαίο τον διορισμό του πραγματογνώμονα, καθόσον κατά το στάδιο αυτό (διαδικασία αντικαταστάσεως) δεν έχει τέτοια δικαιοδοσία. Κατά την εκδίκαση τέτοιας αιτήσεως πρέπει να καλούνται από τον αιτούντα (όταν επισπεύδεται από διάδικο), ή από το δικαστήριο όλοι οι διάδικοι (ΕφΑθ 2543/2015 ΕφΘεσ 1236/2011, ΕφΛαρ 50/2004, ΕφΑΘ 2321/2000, ΕφΠατρ 967/2003 οπ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 391 και 392 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αν διορισθούν από το δικαστήριο πραγματογνώμονες καθένας των διαδίκων μπορεί να διορίσει ανά έναν τεχνικό σύμβουλο που έχει την ικανότητα να διορισθεί πραγματογνώμονας. Ο διορισμός του τεχνικού συμβούλου γίνεται αποκλειστικά κατά τον διαγραφόμενο στην διάταξη του άρθρου 392 παρ. 1 ΚΠολΔ τρόπο, δηλαδή εγγράφως, ή προφορικώς με δήλωση, είτε ενώπιον του δικαστηρίου, ή του εντεταλμένου δικαστή, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά, ή την έκθεση, είτε ενώπιον της γραμματείας του δικαστηρίου και συντάσσεται έκθεση χωρίς να απαιτείται επί πλέον και κοινοποίηση της περί διορισμού του τεχνικού συμβούλου δηλώσεως στον αντίδικο του διορίζοντος ή τον διορισθέντα πραγματογνώμονα, ο δε, μετά την τήρηση της ανωτέρω προϋποθέσεως και διατυπώσεως, διοριζόμενος τεχνικός σύμβουλος μπορεί, αφού ο πραγματογνώμονας υποβάλει την γνωμοδότησή του και πριν συζητηθεί η υπόθεση, να υποβάλει και εγγράφως τη γνώμη του επί της γνωμοδοτήσεως. Οποιοσδήποτε άλλος τρόπος διορισμού τεχνικού συμβούλου αποκλείει τη συμμετοχή του, υπό οποιαδήποτε μορφή και σε οποιαδήποτε φάση στην πορεία της πραγματογνωμοσύνης (ΑΠ 249/1996 ΤΠΝ).
Οι νόμιμα διορισθέντες τεχνικοί σύμβουλοι των διαδίκων, βοηθούν με τις τεχνικές τους γνώσεις τον διάδικο που τους διόρισε, μπορούν δε να παρίστανται σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις, όπου παρίστανται οι πραγματογνωμοσύνες και έχουν τις εξουσίες των άρθρων 380 § 1 και 382 § 2, δηλ. να λάβουν γνώση των χρήσιμων, για τη γνωμοδότησή τους, στοιχείων της δικογραφίας και να παρίστανται στις συνεδριάσεις, να υποβάλλουν ερωτήσεις και να ζητούν την ανάγνωση εγγράφων. Ειδικότερα  σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 392 ΚΠολΔ έχουν τη δυνατότητα μετά την υποβολή της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων και πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης να αναπτύξουν τη γνώμη τους επί της γνωμοδοτήσεως του πραγματογνώμονα προφορικώς ενώπιον του δικαστηρίου ή να υποβάλλουν αυτήν εγγράφως καθώς και να απευθύνουν  ερωτήσεις προς τους πραγματογνώμονες. Στις πράξεις όμως που ενεργεί ο πραγματογνώμονας για να επιτελέσει το έργο του, όπως π.χ. ιατρικές εξετάσεις δεν έχουν δικαίωμα να παρίστανται οι διάδικοι ή οι τεχνικοί τους σύμβουλοι και συνακόλουθα η παράλειψη κλητεύσεως τους δεν επιφέρει ακυρότητα της πραγματογνωμοσύνης, αφού δεν πρόκειται για διενέργεια διαδικαστικών πράξεων, κατά την έννοια των άρθρων 382 § 1 και 392 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ  1025/2014 ΤΠΝ,  ΑΠ 86/2015 ΤΠΝ).
Το δικαστήριο που διέταξε την πραγματογνωμοσύνη δεν είναι  υποχρεωμένο, να δεχθεί και το πόρισμά της, αφού κατά τη διάταξη του άρθρου 387 ΚΠολΔ, που επαναλαμβάνει τον ορισμό του άρθρου 340 του ίδιου κώδικα η πραγματογνωμοσύνη εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, ακόμη και όταν διατάχθηκε υποχρεωτικά κατ` άρθρο 386 και δεν έχει αυξημένη δύναμη, σε σχέση με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, που να δεσμεύει το δικαστήριο να δεχθεί την απόδειξη που προκύπτει από αυτή και συνεπώς η συνεκτίμησή της με τα άλλα αποδεικτικά μέσα μπορεί να οδηγήσει το δικαστήριο σε σχηματισμό δικανικής πεποίθησης που να είναι και αντίθετη με το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης, η δε σχετική ως προς την εκτίμηση της πραγματογνωμοσύνης κρίση του δικαστηρίου δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται και είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 ΚΠολΔ, ως αναγομένη στην εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων (ΑΠ 86/2015, ΑΠ 1020/2014, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 879/2009, ΑΠ 1225/2009, ΑΠ 2017/2009 όλες ΤΠΝ).