Τεχνικη πραγματογνωμοσυνη

Ευρετήριο Άρθρου


Συνεπώς η τεχνική πραγματογνωμοσύνη είναι χρήσιμο εργαλείο για κάθε διάδικο προκειμένου να αποδείξει κρίσιμα και αποφασιστικής σημασίας πραγματικά περιστατικά και ισχυρισμούς, ιδίως αναφορικά:
α.- με το ζήτημα της υπαιτιότητας ή/και συνυπαιτιότητας (π.χ. την ορατότητα, τις συνθήκες της οδού, την πορεία των εμπλεκομένων οχημάτων ή την κίνηση των πεζών, την τεχνική κατάσταση, την ταχύτητα,  τις επιδόσεις και δυνατότητες των εμπλεκομένων οχημάτων, τα σημεία σύγκρουσης, την αξιολόγηση των ευρημάτων όπως ίχνη τροχοπέδησης ή πλαγιολίσθησης, λάδια, νερά, θραύσματα γυαλιών, χαραγές) και συνακόλουθα με τη χρήση της τεχνολογίας να παρουσιάσει την ανάλυση, τον ανασχεδιασμό και την αναπαράσταση ακόμη και τρισδιάστατα των συνθηκών επέλευσης του ατυχήματος.
β.- με το ζήτημα της τυχόν συνυπαιτιότητας ως προς την έκταση των σωματικών βλαβών ή τον θανάσιμο τραυματισμό του παθόντος-θύματος (π.χ.  εάν φορούσε ζώνη ασφαλείας ή όχι, αν η μη χρήση της ζώνης ασφαλείας βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με τον θανάσιμο τραυματισμό του σε σχέση με την σφοδρότητα της σύγκρουσης και τις στρεβλώσεις του αμαξώματος).
γ.- με το ζήτημα της ασφαλιστικής κάλυψης (π.χ. ποιος οδηγούσε το όχημα), συνακόλουθα την άσκηση αγωγής-αναγωγής περί ανάκτησης, επανείσπραξης, από την ασφαλιστική εταιρία κοκ.   
Όλα τα παραπάνω ή έστω και ένα από αυτά αποτελούν εξαιρετικά πολύτιμες πληροφορίες για τον Δικαστή που έχει τη διάθεση να ασχοληθεί σοβαρά και επιθυμεί αφού αξιολογήσει σωστά όλα τα αποδεικτικά στοιχεία να εκδώσει μια δίκαιη απόφαση για το ζήτημα της υπαιτιότητας ή/και συνυπαιτιότητας στην επέλευση των συνθηκών του ατυχήματος και να κρίνει εάν υπάρχει βαθμός συνυπαιτιότητας στην επέλευση των σωματικών βλαβών η/και του θανάσιμου τραυματισμού. Η δε κρίση του δικαστηρίου για τα παραπάνω καθορίζει αποφασιστικά και την κρίση του στο ζήτημα της επιδίκασης αποζημίωσης.

Κεφάλαιο 4ο : Ο πραγματογνώμονας - τεχνικός σύμβουλος ως μάρτυρας στη δίκη των τροχαίων ατυχημάτων.
Συνήθως η έκθεση του πραγματογνώμονα - τεχνικού συμβούλου κατατίθεται στο Δικαστήριο με τις προτάσεις του διαδίκου - εντολέα του και κατά τη διαδικασία ο τεχνικός σύμβουλος εξετάζεται ως μάρτυρας επιβεβαιώνει το περιεχόμενο της έκθεσής του και καταθέτει - διευκρινίζει ότι άλλο υπέπεσε στην αντίληψή του και γνωρίζει με βάση την αυτοψία και την έρευνα που πραγματοποίησε αλλά και την εμπειρία του.
Τελευταία στα ακροατήρια των Πολιτικών Δικαστηρίων ανακύπτουν σοβαρά ζητήματα, έριδες και αντεγκλήσεις λόγω της απροθυμίας μερίδας Δικαστών να δεχθούν και να εξετάσουν ως μάρτυρες σε δίκες τροχαίων ατυχημάτων τους πραγματογνώμονες - τεχνικούς συμβούλους των διαδίκων. Μάλιστα η μερίδα αυτή των Δικαστών έχει την γνώμη ότι εφόσον ο πραγματογνώμονας καταθέσει την έκθεσή του, αναφέρεται σε αυτήν, επιβεβαιώνει το περιεχόμενό της, το Δικαστήριο θα την εκτιμήσει και συνακόλουθα δεν υπάρχει κάτι άλλο που θα μπορούσε να καταθέσει ο πραγματογνώμονας για να εξεταστεί ως μάρτυρας και δεν επιτρέπει την περαιτέρω εξέτασή του.
Κατά τη γνώμη μου η προσέγγιση αυτή, ευτυχώς από μία μόνον μερίδα των Δικαστών είναι εσφαλμένη, αδικεί τη διαδικασία και την απόδοση της δικαιοσύνης για πολλούς λόγους:
Πρώτον γιατί το ίδιο το Δικαστήριο οφείλει να αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες που του δίδονται για την ανεύρεση της αλήθειας. Συνεπώς οφείλει να υποβάλλει τον πραγματογνώμονα - τεχνικό σύμβουλο στην δικονομική βάσανο του ακροατηρίου και να προσπαθήσει να ελέγξει την αξιοπιστία των επιστημονικών θέσεων και πορισμάτων που εκφράζει με την έκθεσή του, η οποία ούτως ή άλλως δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, αλλά εάν δεν αναπτυχθεί έστω και συνοπτικά η έκθεση πραγματογνωμοσύνης κατά την ακροαματική διαδικασία και εάν το Δικαστήριο δεν υποβάλλει διευκρινιστικές ερωτήσεις, ώστε να δοθούν απαντήσεις και να καταχωρηθούν στα πρακτικά, πως θα αξιολογήσει το Δικαστήριο την αξιοπιστία και φερεγγυότητα μιας τεχνικής έκθεσης με επιστημονικές λεπτομέρειες, κατά τη μελέτη της υπόθεσης, τη στιγμή κατά την οποία το  Δικαστήριο πιθανότατα δεν κατέχει τις ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης, τις οποίες επικαλείται ο πραγματογνώμων.
Δεύτερον γιατί και ο διάδικος που δεν διόρισε τον πραγματογνώμονα - τεχνικό σύμβουλο έχει αναφαίρετο δικαίωμα να υποβάλλει ερωτήσεις στον πραγματογνώμονα - τεχνικό σύμβουλο ώστε να προσπαθήσει να ανταποδείξει ότι όσα υποστηρίζει ο προταθείς από τον αντίδικό του πραγματογνώμονας - τεχνικός σύμβουλος δεν ευσταθούν ή στερούνται αξιοπιστίας ή είναι αντίθετα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής και τους κανόνες της φυσικής.
Τρίτον γιατί συνήθως οι πραγματογνώμονες - τεχνικοί σύμβουλοι πέρα από όσα αναπτύσσουν με την έκθεσή τους και τις αξιολογικές κρίσεις και εκτιμήσεις τους, στις οποίες καταλήγουν με βάση τους κανόνες της επιστήμης και την εμπειρία τους, στα πλαίσια της αυτοψίας και της έρευνας των  συνθηκών επέλευσης του εκάστοτε τροχαίου ατυχήματος έρχονται σε επαφή με τους εμπλεκόμενους οδηγούς ή με αυτόπτες μάρτυρες συζητούν μαζί τους και πληροφορούνται σε ανύποπτο χρόνο σημαντικά πραγματικά περιστατικά και λεπτομέρειες, τα οποία δύναται να ασκήσουν έννομη επιρροή στην κάθε διαφορά.
Τέταρτον γιατί υπάρχουν πληθώρα ατυχημάτων ιδίως θανατηφόρα στα οποία δεν υπήρχε αυτόπτης μάρτυρας. Συνεπώς οι ενάγοντες - οικείοι του θανόντος εάν δεν επιτραπεί η εξέταση ως μάρτυρα του πραγματογνώμονα τεχνικού συμβούλου ουσιαστικά αποστερούνται του αποδεικτικού μέσου του μάρτυρα, αναφορικά με το ζήτημα της υπαιτιότητας.    
Τέλος γιατί σε τόσο σοβαρές υποθέσεις αξίζει τον κόπο να αναζητούμε την αλήθεια και να μην φειδώμεθα κόπου και χρόνου αποδεχόμενοι και το ενδεχόμενο κάποια ή κάποιες φορές να εξεταστεί ένας μάρτυρας χωρίς ουσιαστικό όφελος για την ανεύρεση της αλήθειας.